ΟΙ ΕΝΤΙΜΟΤΑΤΟΙ ΤΖΟΓΑΡΟΥΝ

 
     
 

KYPIAKATIKH EΛEYΘEPOTYΠIA – ΠEPIOΔIKO EΨIΛON – NOEMBPIOΣ 1991 – THΣ BIKYΣ ΘEOΔΩPOΠOYΛOY

 
 

download

 
     
 

 
     
 

Στην τρέλα ενός βασιλιά, του Καρόλου VI, οφείλεται – κατά πάσα πιθανότητα ‘ η εισαγωγή της τράπουλας στην Ευρώπη. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το 1393 μπήκαν τραπουλόχαρτα στη γαλλική βασιλική αυλή, προκειμένου να διασκεδάζει ο βασιλιάς τις ώρες που τον έπιαναν οι κρίσεις τρέλας!

Κατά τη διάρκεια της Κοινοπολιτείας, το χαρτοπαίγνιο απαγορεύτηκε, όπως και άλλες διασκεδάσεις, και επανήλθε με την παλινόρθωση της Μοναρχίας. Την εποχή της βασιλιάς του Ερρίκου VΙΙ, ένα διάταγμα απαγόρευσε σε όλους, εξαιρουμένων των ευγενών, να παίζουν χαρτιά – εκτός από την περίοδο των Χριστουγέννων. “Είναι η μόνη εποχή που το χαρτοπαίγνιο επιτρέπεται στις εγκρατείς οικογένειες, για να ξανανιώσουν οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά” έγραφε το Δεκέμβριο του 1783, το “European Magazine”. Το έθιμο διατηρήθηκε με αυστηρότητα και από τις επόμενες γενιές κι έτσι πολλοί αρνούνταν να αγγίξουν την τράπουλα όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Ο Sir Roger de Coverly, ακολουθώντας τη συνήθεια των φεουδαρχών, έστελνε δώρο τα Χριστούγεννα σε κάθε φτωχή οικογένεια του φέουδου του μια πουτίγκα και μια τράπουλα.

Τα παιχνίδια που παιζόταν ή το “basset”, το “ombre”,  το “quadrille”, το “faro” και το “whist”. Εκτός από το “whist” κανένα από τα υπόλοιπα δεν είναι γνωστό σήμερα με το ίδιο όνομα. Οι κυρίες έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στο “quadrille” και δεν ήταν λίγες εκείνες που, αιχμαλωτισμένες από το πάθος τους, παραμελούσαν την οικογένεια. Στο “Westminster Magazine” του 1773 υπάρχει ένα σχετικό επίγραμμα: “Της τράπουλας, η αγαπητή μου σύζυγος, τόσο πολύ έχει γίνει δούλα/που όταν ο θάνατος από τη γη καλέσει την ψυχή της/ αν τρεις στον τάφο κάθονται παίζοντας “quadrille”/εκείνη σίγουρα θα αναστηθεί με το βαλέ στο χέρι”.

 
     
 

 
     
 

Τρία χρόνια αργότερα, το 1776, σε ένα δοκίμιο που είχε γραφτεί για το “ωραίο φύλλο” προτρέπονται οι κυρίες να εγκαταλείψουν την ενασχόληση με την τράπουλα διότι, “όλος ο πλούτος της γλώσσας στα ντελικάτα χείλη των καλοαναθρεμμένων θηλυκών έχει περιληφθεί σε τρεις λέξεις: κόψε, “χάϊδεψε”, μοίρασε”.  Ο δοκιμιογράφος έκρουε επίσης των κώδωνα του κινδύνου “εξαιτίας της αλαζονείας των κυριών, οι οποίες προκειμένου να γεμίσουν τα σαλόνια τους, προσκαλούν τους πιο ακατάλληλους ανθρώπους. Το ένα τέταρτο από αυτούς πηγαίνει για να λεηλατήσει και οι υπόλοιποι πηγαίνουν για να λεηλατηθούν”.

Πολλά κηρύγματα έγιναν χωρίς, να καταφέρουν να απομακρύνουν τους  παίκτες από την τσόχα. Αντίθετα, τα εγχειρίδια που εξηγούσαν πως παιζόταν τα παιχνίδια γινόταν ανάρπαστα.

Μπέστ-Σέλερ είχε γίνει η “Πραγματεία στο whist” του Hoyle, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1743 και, τον ίδιο χρόνο, έκανε πέντε απανωτές εκδόσεις, ενώ κυκλοφόρησε και πειρατικά.

Οι επαγγελματίες χαρτοπαίκτες έβλεπαν τη δουλειά τους  πριν καθίσουν  γύρω από την τσόχα. Δεν αγνοούσαν τον παράγοντα τύχη αλλά  ούτε και τον ψυχολογικό παράγοντα. Ο Walpole είναι αρκετά περιγραφικός: “Άρχιζαν βγάζοντας τα κεντητά ρούχα τους και φορώντας μάλλινα χοντρά παλτά. Άλλοτε, γύριζαν στα παλτά τους τα μέσα έξω γιατί πίστευαν ότι αυτό θα τους έφερνε γούρι. Φορούσαν κομμάτι από δέρμα, σαν κι αυτά που φορούσαν οι στρατιώτες όταν καθάριζαν τις λόγχες, για να προστατεύουν τοις δαντελωτές μανσέτες τους. Για να προφυλάξουν τα μάτια τους από το φως και για να μην μπερδεύονται τα μαλλιά τους φορούσαν ψηλά ψάθινα πλατύγυρο καπέλα, στολισμένα με λουλούδια για να κρύβουν την έκφραση του προσώπου τους”.

Το παιχνίδι ήταν συχνά “χοντρό”. Λέγεται ότι το χαρτοπαίγνιο είχε την εποχή εκείνη καταστρέψει τη μισή αριστοκρατία. Η τιμή ή μάλλον, για να μιλήσουμε με ανοιχτά χαρτιά η τιμιότητα, δεν ήταν στις δόξες της για τους αποκαλούμενους fine-gentlemen της εποχής. Δεν ήταν λίγοι οι ευγενείς άνθρωποι που διατηρούσαν λέσχες. Άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης και επαγγέλματος, νέοι και γέροι, άντρες και γυναίκες, έπεσαν θύματα μιας κυρίαρχης μανίας που, όχι μόνο δεν θεωρούνταν μάστιγα αλλά ούτε καν αντιμετωπιζόταν με δυσμένεια. Αντίθετα, για πολλούς αξιότιμους κυρίους, το τραπέζι με την πράσινη τσόχα έγινε η πηγή της ευτυχίας τους. Αυτή η μανία ήταν, όμως, που οδήγησε ορισμένους να ληστεύουν μεταμφιεσμένοι σε φαντομάδες, προκειμένου να καλύψουν τα χαρτοπαικτικά τους χρέη.