ΒΙΚΥ   ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ  -  ΜΟΣΧΌΠΟΛΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΈΣ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ  -  Παρίσι 1987.

 
     
 

[Recherches sur l’économie de  Moschopolis

aux XVIIe et siècles,

d’après le code du Monastère De Timios Rrodromos]

 
     
     
 

Η μελέτη για την κοινότητα της Μοσχόπολης αποδείχτηκε ιδιαίτερα εύτοκη σε προβληματισμούς σε αντίθεση με τις πηγές πού διαθέτουμε οι οποίες στον Ελλαδικό χώρο είναι περιορισμένες. Τους προβληματισμούς αυτούς ενισχύει το είδος της υπάρχουσας βιβλιογραφίας η οποία χαρακτηρίζεται στο μεγαλύτερο ποσοστό της από έναν έντονο εθνικισμό. Το γεγονός αυτό δεν προκαλεί έκπληξη στον ερευνητή αφού ολόκληρο σχεδόν το  βιβλιογραφικό σώμα συγκροτήθηκε μέσα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, μία περίοδο πού ευνοεί οποιαδήποτε μελέτη ανταποκρίνεται στα αιτήματα του ελληνικού εθνικισμού. Έτσι, ο δημοσιευμένος κώδικας της Μονής του Τιμίου Προδρόμου[i]  προσφέρεται για κάποιες σπερματικές ίσως, οικονομικές προσεγγίσεις.  

 

Εκείνο πού προσπαθούμε να διακρίνουμε επεξεργαζομενοι τα στοιχεία του Κώδικα - αφιερώματα, προσφορές, αγοραπωλησίες κλπ. - είναι ή οικονομική κατάσταση του κοινοτικού μηχανισμού της Μοσχόπολης, σε μια περίοδο κατά την οποία τα μέλη της φαίνεται να αναπτύσσουν μια έντονη εμπορική δραστηριότητα στο εξωτερικό, είτε έχοντας στην αρχή ως βάση των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων την ενδοχώρα είτε αργότερα το εξωτερικό. Και αυτό γιατί πιστεύοντας ότι ή οικονομική ευμάρεια των Μοσχοπολιτών δεν έχει καμία σχέση με την οικονομική κατάσταση του κοινοτικού μηχανισμού —αφού ή τελευταία δεν επεκτείνεται σε οικονομικές δραστηριότητες πού μπορούν να αναπτύξουν αύτη καθ' εαυτή την κοινοτική οικονομία— μπορούμε να αναχθούμε σε συμπεράσματα πολύ διαφορετικά από αυτά πού καταλήγει ή υπάρχουσα βιβλιογραφία. Με άλλα λόγια, κάνουμε μία προσπάθεια να προσεγγίσουμε τις  διαδικασίες εκείνες πού οδήγησαν στα γεγονότα[ii]

 

Η θεματική του άρθρου αυτού αποτέλεσε αντικείμενο μεταπτυχιακής έρευνας στη Σορβόννη   στο Paris Ι, από τον Δεκέμβριο 1984 έως τον Ιούνιο 1987 οπότε και υποστηρίχθηκε ως DEA με τον γαλλικό τίτλο: Recherches sur l’économie de  Moschopolis aux XVIIe et siècles, d’après le code du Monastère De Timios Rrodromos. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να παρουσιάσει τα συμπεράσματα αλλά τις υποθέσεις πού προκύπτουν από την επεξεργασία των λίγων στοιχείων. Γνωρίζω, ότι ή τεκμηρίωση τους σ' αυτό το στάδιο της έρευνας δεν είναι δυνατή και ελπίζω ότι ύστερα από την προσέγγιση του αρχειακού υλικού που υπάρχει εκτός του ελλαδικού χώρου, θα είμαι σε θέση να τεκμηριώσω τις υποθέσεις και να προχωρήσω σε συμπεράσματα.

 

 

Η ΠΗΓΗ

 

Πρόκειται για Κώδικα «μήκους και πλάτους 0,41 x 0,37, σταχώσεως δερμάτινης, και κάλλιστα διατηρημένος, έχει εν όλο φύλλα 179, εξ ων 50 μόνον εγγραμμένα, 124 άγραφα και 50 έξηρημένα, κατά την διορθωσιν ίσως κεκομμένα», όπως τον περιγράφει ο Ί. Μαρτινιανος,. Στη δημοσιευμένη του έκδοση πού είναι και αυτή πού ήρθε στα χέρια μας, ο Μαρτινιανος προσθέτει μία εισαγωγή 20 σελίδων πού αφορά στην ιστορία της κοινότητας, στην περιγραφή του χώρου μετά την καταστροφή καθώς και στην ιστορία της Μονής του Τιμίου Προδρόμου. Ακολουθεί ή παρουσίαση του Κώδικα εμπλουτισμένη με επεξηγηματικά σχόλια πού αφορούν είτε στην ορολογία του Kώδικα αυτή καθ' εαυτή είτε στην ιστορική συγκυρία. «Συμπληρώσεις τοιαύτας εποιησάμεθα που ημείς τήδε κακείσε, εφόσον διεθέτομεν αλλαχοθεν στοιχεία»[iii]. Συντάκτης του Κώδικα είναι ο Μιχαήλ του Γκορας (1700-1790) «τα δε μετέπειτα μέχρι τέλους, γράφονται παρά διαφόρων εκάστοτε λογίων ή μη, στοιχούντων κατά το μάλλον και ήττον τω επικρατήσαντι εν τη γραφή του κώδικος καθεστώτι, και πληρούντων τα κενά μέρη με ότι αν κατ' αυτούς περισώσιμον και μνείας άξιον ενομίζετο».[iv] Οι καταγραφές στον Κώδικα ακολουθούν χρονολογική σειρά και πέρα από τα αφιερώματα, τις προσφορές και τις αγοραπωλησίες πού σημειώνονται συνήθως από τον συντάκτη, συχνά παρατίθεται ολόκληρο το κείμενο των σχετικών πωλητικών ή χρεωστικών ομολογιών. Μετά την παρουσίαση του Κώδικα, ο Μαρτινιανος παραθέτει σε 26 τυπογραφικές σελίδες τον «Κώδικα άνευ Επιγραφής». Πρόκειται για 21 σκόρπια φύλλα (σελίδες 42), στα οποία καταχωρίζονταν «τα επί τη μνήμη της Ιεράς Μονής (του Τιμίου Προδρόμου) συνήθως γραφομενα ονόματα προσκυνητών, μνημονευόμενα κατά την μοναστηριακήν τάξιν ως παρρησία, ή προσκομιδή, ή σαββατικά, ως και τα εις χρήμα ή ακίνητα αφιερώματα, προς δε και τινες χρονικαι υπομνηματικαι σημειώσεις».[v] Οι καταγραφές στον «Κώδικα άνευ Επιγραφής» δεν ακολουθούν χρονολογική σειρά και αυτό γιατί, όπως μαρτυρεί ο Μαρτινιανος, το 1895 ο ίδιος Κώδικας, όταν είχε περιπέσει στην αντίληψη του, αποτελείτο από 100 και πλέον φύλλα, ενώ όταν τον ξαναβρήκε πολλά από αυτά είχαν αφαιρεθεί «δια μαχαιριδίου». Από τη σύγκριση των δύο κωδίκων γίνεται προφανές ότι ο δεύτερος εχρησίμευε ως πηγή του πρώτου και ότι ο Μιχαήλ του Γκορας κατ' αρχάς αλλά και οι υπόλοιποι συντάκτες αργότερα, κρατούσαν επιλεκτικά σημειώσεις από αυτόν, στον επονομαζόμενο Κώδικα της Μονής του Τιμίου Προδρόμου.

 

Ποια είναι όμως αυτά τα αφιερώματα-προσφορές, σε τι μορφή απαντούν στους κώδικες και με ποια συχνότητα; Με τι τρόπο γίνονται οι αγοραπωλησίες, ποιοι είναι οι πωλητές, ποιοι οι αγοραστές και ποιο το αντικείμενο των αγοραπωλησιών; Τι προβλήματα τιμών και εκτιμήσεων των συναλλαγών προκύπτουν άπα τα δεδομένα, πώς επιλύονται, και τέλος, πώς όλα αυτά τα στοιχεία μεταφέρονται σε πίνακες;

 

Α.  Αφιερώματα - Προσφορές

 

Η ταξινόμηση των οικονομικών μεγεθών[vi] σε πίνακες δημιούργησε κατ' αρχάς την ανάγκη της χρονολογικής τάξης. Έτσι, τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τον Κώδικα της Μονής του Τιμίου Πρόδρομου και συμπληρώθηκαν από εκείνα του Κώδικα άνευ επιγραφής, σημειώνονται στους πίνακες με χρονολογική σειρά και όχι με τη σειρά που απαντούν στους κώδικες. Στην τελευταία στήλη κάθε πίνακα αναγράφεται ο αριθμός της σελίδας του κώδικα που απαντά στην κάθε καταγραφή. Έτσι με μια πρώτη ματιά μπορεί να διαπιστωθεί η σειρά με την οποία τα οικονομικά αυτά μεγέθη σημειώνονται στην πηγή μας. Όσον αφορά στα στοιχεία του εκάστοτε δωρητή-αφιερωτή καθώς και του παραλήπτη, δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα αφού ο συντάκτης του κώδικα, Μιχαήλ του Γκορας, είχε την πρόνοια να τα σημειώνει ανελλιπώς. Τα αφιερώματα-προσφορές έχουν - ανέκαθεν άλλωστε - δύο μορφές.

 

Χρηματικό ποσό ή είδος. Τα είδη των νομισμάτων στα οποία εκτιμώνται στον Κώδικα τα αφιερώματα-προσφορές, είναι άσπρα ή ασλάνια. Η μεταφορά των οικονομικών μεγεθών σε πίνακες υπαγόρευσε την ανάγκη για μια ενιαία νομισματική παρουσίαση. Έτσι όσα από τα ποσά είχαν καταγραφεί στον Κώδικα σε άσπρα, μεταγράφηκαν σε ασλάνια. Η απόφαση αυτή δεν ακολούθησε μόνο το σκεπτικό της ευκολότερης χρήσης των πινάκων αλλά και το ότι μιλώντας για άσπρα μπορούμε να μιλάμε γενικώς και αορίστως περί χρήματος. Και εδώ μπορεί να δημιουργηθεί ή απορία, γιατί εν τοιαύτη περιπτώσει ασλάνια και όχι γρόσια. Γιατί οι Μοσχοπολίτες επιμένουν να χρησιμοποιούν το πολωνικό νόμισμα άρσλάν «ως εκ των εν Ουγγαρία απόδημιών και παλιννοστήσεων».[vii] Ακόμα και μετά τη Συνθήκη του 1858 μεταξύ Τουρκίας και Πολωνίας όπου σε ιδιαίτερο άρθρο απαγορεύεται ή χρήση του νομίσματος στο Τουρκικό κράτος, οι Μοσχοπολίτες επιμένουν να μεταχειρίζονται τη λέξη άρσλάν ως ταυτόσημη του γρούς, εφόσον το ασλάνι ήταν ισότιμο με το γρόσι.

 

Αυτά όσον άφορα στις περιπτώσεις αφιερωμάτων-προσφορών πού είναι σε χρήμα. Στις περιπτώσεις - και είναι πάρα πολλές - όπου τα αφιερώματα-προσφορές είναι σε είδος, μεταφέρουμε στους πίνακες ακριβώς το είδος, π.χ. δύο λιβάδια, το εργαστήριο, δύο χωράφια κ.λ.π.

 

Τέλος, στον πίνακα 1 σημειώνεται ή αιτία για το αφιέρωμα-προσφορά, όπως αύτη άπαντα στον κώδικα.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Αφιερώματα – Προσφορές

από τον Κώδικα της Μονής του Τιμίου Προδρόμου 1662-1855

Βλέπε ΠΙΝΑΚΑΣ 1 - [click here]

 

Αξίζει να παρατηρήσουμε με ιδιαίτερη προσοχή το στοιχείο του Πίνακα 1 Αρ. 1. Οι άρχοντες της Μοσχόπολης το 1662,παραλαμβάνουν ως δάνειο από τη Μονή του Τιμίου Προδρόμου το ποσό των 1.000 άσλανίων «δια χρήσιν της χώρας» και έξι χρόνια αργότερα παραχωρούν στη Μονή κοινότική γη, «το βουνί», με το αιτιολογικό «μη έχοντες να αποδώσουν τα άσπρα».[viii]  Τα στοιχεία της  βιβλιογραφίας μας οδηγούν στον ότι δεν πρόκειται για κοινοτικό χρέος του τύπου των φορολογικών επιβαρύνσεων προς την Πύλη αλλά για χρέος της κοινότητας προς τους μπορτζιλήδες.[ix]

 

Για να εκτιμήσουμε την αξία των άλλων αφιερωμάτων-προσφορών πού καταγράφονται στον παραπάνω πίνακα, προχωρήσαμε με προσεγγίσεις στοιχείων πού δίνονται από άλλους κώδικες της περιοχής.[x] Έτσι ή εκτίμηση των αφιερωμένων ειδών στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου από το 1668-1720 περίπου, ανάγεται στα 10-100 ασλάνια για το καθένα,[xi] με μία εξαίρεση το αφιέρωμα και την προσφορά του ρουσφετιού των χαλκιάδων που εκτιμάται με το ποσό των 2.000 άσλανίων περίπου.[xii] Για τα μεταγενέστερα αφιερώματα-προσφορές πού μεταφέρονται στους πίνακες, η δυνατότητα της κατά προσέγγιση εκτίμησης προκύπτει από τη σύγκριση με τα στοιχεία του Πίνακα 2 τα οποία αφορούν στις αγοραπωλησίες στη Μοσχόπολη και καλύπτουν τη χρονική περίοδο 1686-1793.

 

 

Β. Αγοραπωλησίες

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Αγοραπωλησίες στη Μοσχόπολη την περίοδο 1686-1793.

Βλέπε ΠΙΝΑΚΑΣ 2 - [click here]

 

 

Στον πίνακα 2  καταγράφονται όλες οι αγοραπωλησίες πού σημειώνονται στον Κώδικα. Στις περιπτώσεις των αγοραπωλησιών (1686-1793), συναλλαγές πού σημειώνονται στον Κώδικα έχουν πάντα ως αγοραστή τη Μονή του Τιμίου Προδρόμου, εκτός από μία περίπτωση αγοραπωλησίας πού γίνεται το 1748 μεταξύ ιδιωτών.[xiii] Και εδώ η μέθοδος που ακολουθήσαμε για την ταξινόμηση των οικονομικών μεγεθών σε πίνακα είναι η ίδια με αυτή των αφιερωμάτων προσφορών. Χρονολογική τάξη, στοιχεία πωλητού και αγοραστού, πολιτικό είδος και νομισματική παρουσίαση σε ασλάνια.

 

Από τα στοιχεία πού μας δίνουν οι πίνακες των αγοραπωλησιών, αξίζει να  προσεχτούν ιδιαίτερα οι συχνές περιπτώσεις πώλησης εργαστηρίων, πού γίνονται όλες το πρώτο μισό του 18ου αι., περίοδο κατά την οποία παρατηρείται αφενός μία έντονη μεταναστευτική τάση εκ μέρους των Μοσχοπολιτών αφετέρου μία σημαντική πολιτιστική ανάπτυξη στην κοινότητα. Τέλος μία περίπτωση πού αφορά άμεσα στην οικονομική κατάσταση του κοινοτικού ταμείου είναι η εκποίηση εκ μέρους των αρχόντων, το 1774, δύο εργαστηρίων για 700 ασλάνια με σκοπό να συγκεντρώσουν χρήματα «δια τας ανάγκας και χρέη της πολιτείας».[xiv] Και εδώ τα βιβλιογραφικά στοιχεία μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για εξόφληση παλαιού χρέους, «καντεμί μπορτζι».[xv]

 

 

Γ. Αγαθοεργίες

 

Για να ξεπληρώσει το ίδιο χρέος η κοινοτική αρχή εκποιεί το 1774 «τo πολυκάνδηλον του Τιμίου Προδρόμου» για 100 ασλάνια. Η συναλλαγή αυτή περιλαμβάνεται στις αγαθοεργίες της Μονής του Τιμίου Προδρόμου και καταχωρίζεται στον Πίνακα 3.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

Αγαθοεργίες εκ μέρους της Μονής του Τιμίου Προδρόμου 1660-1800

Βλέπε ΠΙΝΑΚΑΣ 3 - [click here]

 

 

Δ. Συμπληρωματικά Στοιχεία

 

 

Έχοντας επίγνωση της αδυναμίας που παρουσιάζει η πηγή μας να τεκμηριώσει τις υποθέσεις μας, συνεχίσαμε την έρευνα σε πηγές των γύρω χωριών οι οποίες προσφέρουν στοιχεία προς σύγκριση.  Έτσι οδηγηθήκαμε στο σχηματισμό του Πίνακα 4 τα στοιχεία του οποίου προκύπτουν από τη μελέτη του αρχείου της Μονής της Oλυμπιωτίσσης στην Ελασσόνα.[xvi]

 

Από το αρχείο της Μοσχοπολίτικης κοινότητας στη Βουδαπέστη έχουμε επίσης πληροφορίες ότι οι Μοσχοπολίτες έχουν ξοδέψει μετά την εγκατάστασή τους - στις αρχές του 18ου αιώνα - γύρω στις 2.000,000 κορώνες για την αγορά οικοπέδων και ότι τα έσοδα της κοινότητας κυμαίνονται στις 70.000 κορώνες ετησίως.  Ακόμη ότι το 1790 ολοκληρώνονται τα έργα του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, γνωστού για τη μυθώδη πολυτέλειά του, στην αποπεράτωση του οποίου οι Μοσχοπολίτες έχουν τη μεγαλύτερη οικονομική συμμετοχή.[xvii]

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 4

Αφιερώματα – προσφορές από Μοσχοπολίτες

στη Μονή Ολυμπιωτίσσης και στην κοινότητα Ελασσόνας

Βλέπε ΠΙΝΑΚΑΣ 4 - [click here]

 

 

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ

 

 

Επισημάναμε συνοπτικά τα στοιχεία των πηγών πού οδήγησαν στους προβληματισμούς μας και καθοδήγησαν τις υποθέσεις μας. Ας επιχειρήσουμε μια ερμηνευτική σύνθεση αυτών των στοιχείων.

 

Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με την περίπτωση της διάλυσης μιας ελληνικής κοινότητας η οποία φαίνεται ότι οφείλεται στην αδυναμία της να εξοφλήσει κοινοτικά χρέη. Λέγοντας όμως κοινοτικά χρέη δεν εννοούμε φορολογικές επιβαρύνσεις προς την Πύλη αλλά χρέη της κοινότητας προς «μισθοφορικά» σώματα προστασίας. Το φαινόμενο αυτό βέβαια, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μοναδικό ούτε για τη γεωγραφική περιοχή στην οποία διαδραματίζεται ούτε για τη χρονική στιγμή κατά την οποία αναπτύσσεται. Παρόμοια κρούσματα υπάρχουν πολλά και σύγχρονα με αυτό. Το Μοναστήρι, ή Χρούπιστα, ή Σαμαρίνα, το Βιθκούκι, ή Δροβιανη και άλλα ελληνικά χωριά, αποτελούν περιπτώσεις παρομοιες με αυτή της Μοσχόπολης. Το ερευνητικό ενδιαφέρον άλλωστε δεν τροφοδοτείται από τη μοναδικότητα του γεγονότος αλλά από τις ιδιαιτερότητες που αυτό παρουσιάζει.  Κι αυτές οι ιδιαιτερότητες συνοψίζονται στα εξής:

 

Η Μοσχόπολη, ποιμενικός συνοικισμός ο οποίος καταφέρνει σύντομα να διαφοροποιήσει τον αποκλειστικά κτηνοτροφικό οικονομικό χαρακτήρα του εμπορευματοποιώντας τα προϊόντα των κτηνοτροφικών του ενασχολήσεων και προωθώντας τα στις μεγάλες αγορές της Δυτικής Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, κατορθώνει να αποκτήσει κατοίκους με μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Οι έμποροι αυτοί έρχονται σε στενή επαφή με τους κατοίκους του εξωτερικού γεγονός το οποίο τους επιτρέπει να αναπτύξουν πέρα από τις επαγγελματικές σχέσεις, κοινωνικές επαφές τέτοιες οι οποίες αναπόφευκτα θα διαφοροποιήσουν τις συμπεριφορές τους και τον τρόπο που σκέπτονται.  Ο πλουτισμός τους δίνει τη δυνατότητα για μια πιο άνετη ζωή αλλά και για μεγαλύτερη ελευθερία. Η οικονομική ακμή ευνοεί τον πνευματικό διαφωτισμό και την κοινωνική άνοδο και έτσι έχουμε - ήδη στις αρχές του 17ου αιώνα  - την εμφάνιση των πρώτων αστών[sic].

 

Συγχρόνως όμως με τις κοινωνικές αυτές αλλαγές, οι έμποροι Μοσχοπολίτες με σκοπό την καλύτερη έκβαση των επαγγελματικών τους υποθέσεων, απομακρύνονται από την κοινότητα τοποθετώντας την έδρα των επιχειρήσεών τους στο εξωτερικό. Έτσι αντί να έχουμε το φαινόμενο της ανάπτυξης της αστικής τάξης στην ενδοχώρα ώστε ή ίδια ή κοινότητα να αποτελέσει τον πυρήνα της οικονομικής ανάπτυξης, έχουμε τη μετατροπή των παροικιών του εξωτερικού σε πυρήνες οικονομικής ανάπτυξης και τη μετατροπή της ενδοχώρας σε τόπο εγκατάστασης των αντιπροσώπων των εμπορικών επιχειρήσεων – οι δύο πόλοι της εμπορικής δραστηριότητας των Mοσχοπολιτών βρίσκονται στην πώληση των προϊόντων της πατρίδας τους και στην εμπορία των ευρωπαϊκών.

 

Έτσι ενώ οι Μοσχοπολίτες έμποροι διακινούν και επενδύουν στο εξωτερικό μεγάλα κεφάλαια για τις εμπορικές τους δραστηριότητες, μέρος των κεφαλαίων αυτών μπαίνει στη Μοσχόπολη είτε ως προσφορά για τις πολιτιστικές δραστηριότητες της κοινότητας είτε για να κτιστούν τα πρώτα αστικά σπίτια που θα στεγάσουν αφενός όσους κατοικούν ακόμη στην κοινότητα αφετέρου τις οικογένειες εκείνων οι οποίοι ουσιαστικά έχουν ήδη ως μόνιμη κατοικία το εξωτερικό. Αυτή είναι η μόνη μορφή εισροής κεφαλαίων στη Μοσχόπολη την περίοδο της μεγαλύτερης  ανάπτυξης των εμπορικών δραστηριοτήτων των Mοσχοπολιτών στο εξωτερικό. Ενώ δηλαδή θα περίμενε κανείς τα κεφάλαια να επενδυθούν σε βιοτεχνικές επιχειρήσεις έτσι ώστε αυτές με τη σειρά τους να συντελέσουν στην ανάπτυξη της χειροτεχνικής αρχικά και στη συνέχεια της βιομηχανικής παραγωγής, φαίνεται καθαρά ότι η Μοσχόπολη δεν αποτελεί για τους κατοίκους της επενδυτικό πόλο.

 

Έχουμε λοιπόν κατά τη διάρκεια του 17ου-18ου αιώνα τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη μιας αστικής τάξης η οποία – για κάποιους λόγους - δεν φαίνεται να έχει διάθεση να «επικοινωνήσει» ουσιαστικά με την κοινότητα. Στην κοντινή Σιάτιστα π.χ., την ίδια περίοδο και ενώ οι κάτοικοί της ασχολούνται συγχρόνως με το εξωτερικό εμπόριο, λειτουργεί και ανθεί το περίφημο παζάρι το οποίο είναι γνωστό σε όλα τα γύρω χωριά και καλύπτει ανάγκες των περιχωρίων καταναλωτών. Ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί θετικά και για τους κατοίκους της Σιάτιστας οι οποίοι δεν ανήκουν στην αστική τάξη των εμπόρων του εξωτερικού εμπορίου, αλλά και για το κοινοτικό ταμείο, εφόσον ο φορολογούμενος πληθυσμός δεν αποτελείται μόνο από την αστική τάξη. Στη Μοσχόπολη αντίθετα δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε κανέναν οικονομικό μηχανισμό ο οποίος να λειτουργεί για τη συγκρότηση μιας κοινοτικής οικονομίας.

 

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Είναι γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη των κατοίκων στις παροικίες και η παραμονή των κεφαλαίων στο εξωτερικό τους προσφέρει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, μεγαλύτερο κέρδος και σίγουρα ένα αίσθημα μεγαλύτερης ασφάλειας, ενώ αντίθετα η προσπάθεια συγκρότησης μιας κοινοτικής οικονομίας σε κατεχόμενα από τους Τούρκους εδάφη αυξάνει τα συμφέροντα των Τούρκων Αγάδων, εντοπίων και περιοίκων και μειώνει κατά πολύ τα κέρδη των εμπόρων.[xviii]

 

Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα, μπορούμε να μιλάμε με βεβαιότητα για οικονομική ευμάρεια των Μοσχοπολιτών, όχι όμως, μιλώντας για τη Μοσχόπολη, να μιλάμε και για μια ελληνική κοινότητα η οποία αποτελεί στην κοινοτική της μορφή αναπτυγμένη οικονομική μονάδα. Το ότι κάποιοι ερευνητές ή περιηγητές μιλούν για φίνα υφάσματα που εισάγονται από το εξωτερικό για να τα χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι οι κάτοικοι ή για ακριβά υλικά τα οποία εισάγονται για να διακοσμηθούν οι νέες κατοικίες σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, αυτό σημαίνει μόνο ότι οι Μοσχοπολίτες ευημερούν.

 

Το ότι μεταφέρεται τυπογραφικός εξοπλισμός - πιθανότατα από τη Βενετία - και συστήνονται οργανισμοί όπως το Oρφανοδιοικητήριο της Μοσχόπολης, δείχνει πως οι Μοσχοπολίτες όπως άλλωστε και οι περισσότεροι Δυτικομακεδόνες έμποροι, έχουν μία διάθεση να συμβάλλουν ουσιαστικά στην πνευματική αφύπνιση των συμπολιτών τους.  Η προσπάθεια αυτή για πνευματική καλλιέργεια των κατοίκων της ενδοχώρας θα μπορούσαμε να πούμε πως εκφράζει μια πρόθεση προσφοράς στην πατρίδα, εξυπηρετεί όμως περισσότερο τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, μια και οι ανάγκες για ικανό έμψυχο υλικό πού θα επανδρώσει τις εμπορικές τους επιχειρήσεις γίνονται όλο και μεγαλύτερες καθώς ο κύκλος των εργασιών τους συνεχώς μεγαλώνει. Έτσι προσκαλούν από την πατρίδα νέους – όταν αυτοί έχουν ήδη αποκτήσει τα κατάλληλα προσόντα και έχουν αποδείξει την αξία τους -  στην αρχή ως υπαλλήλους και αργότερα ως συνεταίρους ωσότου και αυτοί με τη σειρά τους ανοίξουν στο εξωτερικό τους δικούς τους εμπορικούς οίκους.

 

Από την άλλη μεριά ή κατάσταση στην ενδοχώρα γίνεται όλο και περισσότερο επισφαλής λόγω των πιέσεων των ληστρικών ομάδων, με αποτέλεσμα οι μεν Μοσχοπολίτες του εξωτερικού να μην εκδηλώνουν καμία πλέον διάθεση επαναπατρισμού, οι δε Μοσχοπολίτες της ενδοχώρας να προσανατολίζονται επαγγελματικά εκτός της κοινότητας.

 

Η ταυτότητα των ληστρικών αυτών ομάδων αναζητείται ιστορικά προς δύο πλευρές. Η πρώτη είναι ποιοι ήταν αυτοί οι μπορτζιλήδες, δηλαδή τι «εθνικότητος» ήταν, από ποια κοινωνικά στρώματα προέρχονταν και τι είδους σχέση είχαν με την Πύλη. H δεύτερη είναι πώς λειτουργούσαν;  Προσέφεραν δηλαδή πράγματι προστασία στην κοινότητα από άλλες ληστρικές Ομάδες έναντι αμοιβής ή οι ίδιοι αυτοί αποτελούσαν τις ληστρικές ομάδες και με την απειλή της επίθεσης στην κοινότητα εισέπρατταν χρηματικά ανταλλάγματα;

 

Έχοντας εξετάσει λεπτομερώς τη σχετική βιβλιογραφία, μπορούμε να δώσουμε μερικές απαντήσεις στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος μας. Ως τις αρχές του 18ου αιώνα οι ληστρικές αυτές ομάδες αποτελούνται από Τουρκαλβανούς και Τούρκους Μουσουλμάνους οι οποίοι απλώς «ασκούν το επάγγελμα του brigant». Από τις αρχές του 18ου αιώνα και oπωσδήποτε από τα μέσα του 18ου, οι Τούρκοι Σπαχήδες εμπλέκονται στις ληστρικές δραστηριότητες των ομάδων αυτών. Ηγούνται των συμμοριών και σκληραίνουν τη ληστρική πολιτική απέναντι στην κοινότητα της Μοσχόπολης. Λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα, το ίδιο συμβαίνει και με τα γύρω χωριά. Η διαρθρωτική αυτή αλλαγή στο σώμα των ληστρικών ομάδων έχει σίγουρα μεγάλη σχέση με την εικόνα της διοικητικής αποσύνθεσης πού παρουσιάζει ο τουρκικός κρατικός μηχανισμός.

 

Το καθεστώς αυτό των μπορτζιλήδων, όπως ονομάζονται γενικά οι ομάδες αυτές χωρίς να γίνεται διάκριση στο χαρακτηρισμό τους ανάλογα με τη σύνθεση τους - άλλωστε το πρώτο συνθετικό είναι ή λέξη μπορτζι [χρέος] πού τους χαρακτηρίζει ως προς το είδος της «ενασχόλησής» τους  - είναι γνωστό στην Πύλη. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει συνεργασία με τον επίσημο κυβερνητικό μηχανισμό, όμως λόγω της κατάστασης που επικρατεί κάθε προσπάθεια καταστολής των ληστρικών δραστηριοτήτων των ομάδων αυτών εκ μέρους της Πύλης είναι μόνο για τους τύπους εφ όσον είναι γνωστό εκ των προτέρων ότι δεν θα έχει κάποιο σοβαρό αποτέλεσμα.

 

Ο τρόπος λειτουργίας των ομάδων αυτών, που είναι και το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος μας, δεν μπόρεσε παρά τη συστηματική έρευνα να προσδιοριστεί επακριβώς για την περίοδο πριν από τα μέσα του 16ου αιώνα. Από τον 17ο αιώνα όμως και ύστερα, είναι σαφές ότι οι ομάδες αυτές, δημιουργώντας οι ίδιες την απειλή επίθεσης προς την κοινότητα, λειτουργούν ως δήθεν προστάτες της και εισπράττουν έτσι μεγάλο μέρος από τα κέρδη των Μοσχοπολιτών, που προσπαθούν με τη σειρά τους να προστατεύσουν την περιουσία τους. Το καθεστώς αυτό της προστασίας έχει «επισημοποιηθεί» τόσο στην οικονομική συμπεριφορά της κοινότητας ώστε εκτός από τα δώρα και τα χρηματικά ποσά πού τους προσφέρουν, υπογράφουν χρεωστικές ομολογίες όταν τα προαναφερθέντα δεν καλύπτουν τις απαιτήσεις τους. Είναι χαρακτηριστικός ο κατάλογος που βρήκε ο I. Μαρτινιανος στον Κώδικα του Μητροπολιτικού ναού της Μοσχόπολης στον οποίο αναγράφονται τα χρέη προς τον καθένα ονομαστικά. Ο κατάλογος είναι μεταγενέστερος του 1828-32 και περιέχει μπεκαέδες, δηλαδή τα υπόλοιπα από τα καθυστερούμενα ποσά στους επίγονους των μπορτζιλήδων μια και τα παρελθόντα χρέη μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη.[xix]

 

Γίνεται προφανές πως – με δεδομένο ότι το κοινοτικό ταμείο της Μοσχόπολης είναι φτωχό - οι όροι συναλλαγής με τους μπορτζιλήδες εμπεριέχουν όλα τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να καταχρεώσουν την κοινότητα. Το πρώτο κρούσμα καταχρέωσης που συναντήσαμε, συμβαίνει ήδη το 1668, όταν οι Μοσχοπολίτες  μη μπορώντας να εξοφλήσουν το δάνειο που είχαν πάρει από τη Μονή του Τιμίου Προδρόμου για να πληρώσουν χρέη προς τους Μπορτζιλήδες, αναγκάζονται να παραχωρήσουν κοινοτική γη.

 

Οι Μοσχοπολίτες λοιπόν έχουν να αντιμετωπίσουν εκτός από το δικαίωμα του κατακτητή να εισπράττει με μορφή προσόδων και φόρων ένα τμήμα από τα αγαθά τους και ένα μέρος από τα κεφάλαιά τους, και το «δικαίωμα» των άτακτων ληστρικών ομάδων να έχουν μερίδιο στο υπόλοιπο των αγαθών και των κεφαλαίων τους. Εξαιτίας λοιπόν του ληστρικού χαρακτήρα της οικονομίας τον 17ο και τον 18ο αιώνα, και επειδή οι Μοσχοπολίτες έχουν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν επαγγελματικά σε διαφορετικού τύπου οικονομίες όπως αυτές της Δύσης, ελαχιστοποιούνται, όπως είναι φυσικό, οι πιθανότητες να χρησιμοποιήσουν την ενδοχώρα ως τόπο για τις παραγωγικές τους επενδύσεις.

 

Χωρίς αυτές όμως δεν μπορούμε να μιλάμε για την έναρξη μιας νέας οικονομικής εποχής της κοινότητας από τη στιγμή πού εμπορευματοποιεί τα προϊόντα των κτηνοτροφικών της ενασχολήσεων. Αντίθετα, μπορούμε με σιγουριά να πούμε ότι, στην περίπτωση της Μοσχόπολης, οι κρατικοί οικονομικοί μηχανισμοί του 17ου και 18ου αιώνα - όπως πρόσοδοι, φόροι - και οι παρακρατικοί - όπως οι μπορτζιλήδες - λειτούργησαν με τέτοιο τρόπο ώστε δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη μιας κοινοτικής οικονομίας νέου τύπου και οδήγησαν την κοινότητα σε καταχρέωση και διάλυση.   

 

Bίκυ Θοεδωροπούλου

Παρίσι 1987.


 

[i] - Ιωακείμ Μαρτινιανός, Συμβουλαί εις την Ιστορία της Μοσχοπόλεως Α’ «Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου κατά τον εν αυτή κώδικα 1630-1615…», Αθήναι 1939. 

[ii] - Η κοινότητα της Μοσχόπολης διαλύεται το 1769, για να ανασυσταθεί λίγα χρόνια αργότερα και να οδηγηθεί στην οριστική της διάλυση το 1916.

[iii] - Ι. Μαρτινιανος, ο.π., σ. 12.

[iv] - Στο ίδιο  σ. 120.

[v] - Στο ίδιο σ. 121.

[vi] - Χαρακτηρίζουμε οικονομικά μεγέθη όχι μόνο τα αφιερώματα-προσφορές που γίνονται με τη μορφή  χρηματικού ποσού, αλλά και εκείνα πού γίνονται σε είδος, π.χ. ίνα εργαστήρι, ένα λιβάδι κ.τ.λ.

[vii] - Ι. Μαρτινιανος, ο.π., σ. 38.

[viii] - Στο ίδιο, σ. 39, 40. Σ τη συγκεκριμένη περίπτωση είχαμε τη δυνατότητα να μελετήσουμε όρους της συναλλαγής λεπτομερώς, γιατί είχαμε στη διάθεση μας ολόκληρο το κείμενο της σχετικής χρεωστικής ομολογίας και αργότερα το κείμενο της πολιτικής ομολογίας. Η συμβολή των σχολίων του Μιχαήλ Γκορας είναι σημαντική από την άποψη ότι μας δίνεται η δυνατότητα να διαπιστώσουμε μερικώς τις διαδικασίες πού προηγούνται μιας συναλλαγής, όπως στην περίπτωση αυτή του κοινοτικού δανείου όπου ή άρνηση του ηγουμένου Αντωνίου Σιπισχιώτη να παραχωρήσει το ζητούμενο ποσό οδηγεί στην απομάκρυνση του και στην τοποθέτηση των Θεοδοσίου και Γαβριήλ ως ηγουμένων στη Μονή, με σκοπό οι άρχοντες να παραλάβουν το ποσό.

[ix] - Σχετικά με την ταυτότητα των ομάδων αυτών βλ. παρακάτω σ.

[x] - Μιχαήλ Κ. Καλινδέρης, Ο Κωδιξ της Μητροπολεως Σισανίου και Σιάτιστης (1686), Θεσσαλονίκη 1974.

[xi] - Βλ. Πίνακας 1.

[xii] - Βλ. Πίνακας 1 Νο 10, 11" Ί. Μαρτινιανος, ο.π., σ. 48 Κώδιξ άνευ επιγραφής, σ. 126, όπου υπάρχει ολόκληρο το κείμενο της σχετικής ομολογίας.

[xiii] - Πίνακας 5 Αγοραπωλησία στη Μοσχόπολη μεταξύ ιδιωτών.   

[xiv] - Η συναλλαγή αύτη γίνεται μετά την καταστροφή του 1769. "Από τη σχετική πολιτική Ομολογία γίνεται σαφές ότι ή κοινότητα έχει τη δυνατότητα να εκποιεί τις περιουσίες των μελών της εκείνων που, λόγω ακουσίας, δεν ανταποκρίνονται στις φορολογικές τους υποχρεώσεις.

[xv] - Σχετικά με τη λεξικογραφική εξήγηση του όρου, πρβλ. J. V. Redhouse, An English and Turkish Dictionary in two Paris 1856-1857, όπου Kadim=old, παλιό.            

[xvi] - Μιχαήλ  Άθ. Καλινδέρης, Σημειώματα  Ιστορικά (έκ της Δυτ. Μακεδονίας). Πτολεμαίς 1939 σ 36,38.        

[xvii] - Ι. Μαρτινιανός, Η Μοσχόπολις, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 138, 139.

[xviii] - Απόστολος Ε. Βακαλοπουλος, «Ιστορικαι Έρευναι εν Σαμαρίνη της Δυτ. Μακεδονίας», Γρηγοριος ο Παλαμάς, 21 (1937), σ. 430.

[xix] - Για τον κατάλογο αυτό δεν έχουμε  δυστυχώς καμία άλλη πληροφορία εκτός από τη μαρτυρία του Ί. Μαρτινιανού. Βλ. Ί. Μαρτινιανος, Ή Μοσχοπολις, ο.π., σ. 73.