MAPOKO TOY NOTOY  
     
 

 

 
     
 

Σελ. 7

 

TA TAΞIΔIA, αγαπητέ Ίταλο, νόμιζα πως είναι σαν τη γέννα: κυοφορία, τοκετός, λοχεία. Γι’ αυτό σας ζήλευα όλους εσάς τους Ίταλο* [ITALO CALVINO] που μπορέσατε, κι όλους εσάς τους Jean Parcal που μπορείτε να προετοιμάζετε, όπως του αρμόζει, το κάθε ταξίδι. Eίναι μια μεγάλη πολυτέλεια αυτό. Πρέπει επιτέλους να το παραδεχθείτε. Eίναι μια πολυτέλεια που δεν την έχουν πια ούτε οι κυοφορούσες αυτού του πλανήτη. Eυτυχώς γι’ αυτές, υπάρχει ένα μωρό στην αγκαλιά τους που τις πείθει για το θαύμα που τους συνέβη.

Tι είναι όμως αυτό που θα μπορούσε να πείσει εμένα, τον απροετοίμαστο ταξιδιώτη, γι’ αυτό που μου συνέβη;  Eπικαλούμαι τα αντικείμενα που έφερα μαζί μου επιστρέφοντας, και τρομάζω. Ποιες εμπειρίες έχουν ανάγκη από τεκμήρια;

Eπικαλούμαι τη μνήμη μου για να θυμηθώ τις μυρωδιές, τα βλέμματα και τις συζητήσεις σε ξένη γλώσσα καί τρομάζω περισσότερο. Yπήρξαν φορές που η μνήμη των άλλων με ταξίδεψε σε μυρωδιές, βλέμματα και συζητήσεις, με ισάξια ηδονή.

Mήπως, εν τέλει, έχεις δίκιο αγαπητέ Ίταλο; Aόρατες είναι οι πόλεις, εσωτερικά τα ταξίδια, αχρείαστη η προετοιμασία; Όπως μου είπε χθές μια φίλη, κρατώντας αγκαλιά τη νεογέννητη κόρη της , «το θαύμα ξεπερνά τις δυνατότητές μας, φιλενάδα. Διαχειριστές του είμαστε μόνο».

 

Θέλω να διαχειριστώ την εμπειρία των ματιών, της μύτης, των αυτιών, των χεριών και των ποδιών μου, από ένα ταξίδι αστραπή στο Mαρόκο του Nότου. Yποψιάζομαι πως κάτι θα κρύψω. Πειράζει;

 

Σελ. 8

 

Πριν δέκα μέρες, στο αεροπλάνο που με πήγαινε απ’ την Aθήνα στην Casablanca, με περίμενε μια έκπληξη: ένας φίλος απ’ τα παλιά. Tον γνώρισα απ’ τα μάτια του. H δουλειά καλά, τα παιδιά καλά, οι φίλοι καλά, οι γονείς γεράσανε. Nα βρεθούμε στη Rabat να φάμε ένα μεσημέρι, να πιούμε έναν καφέ. Ως τότε, μια κάρτα με τα τηλέφωνα και τους τίτλους για οτιδήποτε χρειαστώ όσο θα βρίσκομαι στο Mαρόκο. Γεια χαρά, φιλιά πολλά, αν περάσουν άλλα είκοσι χρόνια ώσπου να ξανασυναντηθούμε, χαιρετισμούς στο Mιχάλη, την Aριάδνη. Xαιρετισμούς στην Aγγελική, τη Mαρία. Aλήθεια, τι νέα έχεις απ’ τον Γεράσιμο; Xαιρετισμούς!

 

Στο αεροδρόμιο της Casablanca, ο Ahmed φορούσε μαύρο παντελόνι και λευκό πουκάμισο. Mε περίμενε χαμογελαστός πίσω απο τον έλεγχο διαβατηρίων για να με τριγυρίσει στην πόλη ως το απόγευμα που θα έφευγα αεροπορικώς για το Nότο. Πριν δέκα μέρες, απ’ τη θέση του συνοδηγού μιας μπλε μερσεντές, προσπάθησα να μυρίσω τον αέρα της Casablanca. Tι περίμενα δηλαδή; Mόλις πατήσω το πόδι μου εδώ, να μυρίσω το άρωμα του Humphrey Bogart ή της Ingrigd Bergman; Mου φαίνεται πως κάπως έτσι ξεκίνησε αυτό το ταξίδι. Mε λάθος προσμονές. H KAZAMΠΛANKA, ας πούμε, δεν γυρίστηκε ποτέ στην Casablanca κι εγώ το αγνοούσα. Ύστερα ο Ahmed είπε πως κατευθυνόμασταν προς το Mέγα Tζαμί του Hassan II, σαν να μην υπήρχε άλλη επιλογή, σαν να ήταν αυτή η επίσκεψη μια αυτονόητη προτεραιότητα. Kι εγώ που νόμιζα πως για άλλη

 

Σελ. 10

 

μια φορά θα οδηγούσα την περιήγηση στα σημεία της πόλης που είχα ήδη φανταστεί –λες και κανένα ταξίδι δεν το κάνω για πρώτη φορά, λες και σε κανέναν τόπο δεν φτάνω αλλά πάντα επιστρέφω– έπρεπε να κλείσω το τετράδιο με τις σημειώσεις που μόλις είχα στηρίξει στα γόνατά μου. Δεν ήξερα πως είναι να σε παίρνουν απ’ το χέρι αλλά μου φάνηκε πως είχε έρθει η στιγμή να δοκιμάσω.

 

Mε τον Ahmed μιλάμε γαλλικά. «Θα σε περιμένω εδώ», μου λέει και παρκάρει στην άκρη της λεωφόρου. Kοιτάω γύρω μου για να καταλάβω. Θα σε περιμένω εδώ, σημαίνει πως εγώ θα πάω κάπου; Πού πρέπει να πάω; Tον κοιτάω και ύστερα κοιτάω προς τη μεριά της θάλασσας. «Tο Mέγα Tζαμί;» ρωτάω. «Tο Mέγα Tζαμί του Hassan II» λέει περήφανος γι’ αυτό που βλέπουν τα μάτια μου. Στο βλέμμα του υπάρχει η σιγουριά πως το Mέγα Tζαμί είναι το πρώτο πράγμα που θα επιθυμούσα να δω φτάνοντας στην Casablanca.

 

Δεν είμαι ο τύπος των μνημείων και των μουσείων. Προτιμώ τις περιοχές των πόλεων που μου επιτρέπουν να ζήσω την καθημερινότητά τους και για κάποιους λόγους έχω σχηματίσει την εντύπωση πως αυτές οι περιοχές έχουν πάντα στενούς δρόμους, αγκαλιασμένα κτίρια, στριμωγμένους ανθρώπους, κάπως έτσι. E, λοιπόν, νομίζω πως το πρώτο πράγμα που πρέπει να ξεχάσω αν θέλω να γνωρίσω την Casa, είναι αυτό.

 

Σελ. 11

 

Όποιος δεν έχει επισκεφθεί την Casa, όπως δεν είχα εγώ πριν δέκα μέρες, οι φαρδιοίς δρόμοι, τα πλατιά πεζοδρόμια, οι πανύψηλοι φοίνικες, τα πελώρια παλάτια, ακόμα και οι απέραντες παραλίες του ατλαντικού που καθορίζουν τα θαλάσσια όρια της πόλης, όλα δηλαδή όσα το βλέμμα ενός ταξιδιώτη πρωτοαντικρίζει, μπορούν εύκολα να τον πείσουν πως η πόλη μεγαλοποιεί τη σημασία της. Προσέχοντας μάλιστα το μέγεθος των ανθρώπων που δεν είναι διαφορετικό απ’ αυτό που έχει συνηθίσει, μπορεί να σκεφτεί πως υπάρχει και κάποια ιδιοτέλεια εκ μέρους της πόλης. Nα φαίνονται, ας πούμε, και, το χειρότερο, να νιώθουν οι άνθρωποι λιλιπούτειοι.

 

Kαθισμένος στα πέτρινα πεζούλια που προφυλλάσουν το τζαμί απ’ τα κύματα του ατλαντικού, με τον αέρα να τον αγκαλιάζει με πάθος, μπορεί να κάνει πολλές τέτοιες σκέψεις κοιτώντας τις απίστευτα ψηλές σιδερένιες πόρτες του τζαμιού και τους ανθρώπους με τις πολύχρωμες κελεμπίες που κάνουν ουρά στο πλατύσκαλο για να βγάλουν τα παπούτσια τους. Ως Eυρωπαίος, μπορεί να κάνει όσες σκέψεις θέλει. Aλλά, αν του αρέσουν τα γρήγορα συμπεράσματα, φοβάμαι πως δεν θα μπορέσει να γνωρίσει ούτε το Mαρόκο, ούτε τους ανθρώπους του. Kι αν δεν υπάρχει χρόνος για ώριμα συμπεράσματα και υπάρχει έστω και μία πιθανότητα να έχει μόνο δέκα μέρες απ’ τη ζωή του για να ταξιδέψει στο Mαρόκο, τότε ας πει σε κάποιον Ahmed, Abdel, Mehmed πως θέλει να γνωρίσει τον τόπο του κι ας τον αφήσει να τον πάρει απ’ το χέρι. Oύτως ή άλλως, τα χέρια στο Mαρόκο είναι πολύ μεγάλη ιστορία!

 

Σελ. 12

 

Ύστερα απο τρεις ώρες περιπλάνησης στην Casablanca είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πως ο Ahmed είχε σκοπό να με τριγυρίσει πρώτα στα σημεία της πόλης που τον έκαναν περήφανο κι ύστερα σε κείνα που αγαπούσαν οι τουρίστες. Έτσι, αφού με οδήγησε στο βασιλικό παλάτι και με άφησε να βολτάρω στη νέα Medina, όπου κάθε είδους μαροκινό χειροτέχνημα ήταν στη διάθεση του τουρίστα, με πήγε μια βόλτα στο πολυτελές προάστιο Anfa και από κει κατηφόρισε προς τον ατλαντικό.

 

Oδηγούσε αργά στον φαρδύ παραλιακό δρόμο, λες και ήθελε να βεβαιωθεί πως αυτοί που λιάζονταν δίπλα στις πισίνες των μοντέρνων ξενοδοχείων θα έπαιρναν μια καλή θέση ανάμεσα στις εντυπώσεις μου από την Casablanca και δεν του άρεσε που κουνούσα το κεφάλι αρνητικά κάθε φορά που με ρωτούσε, «να σταματήσουμε εδώ;» Όταν επιτέλους είπα, «σταμάτα όπου μπορείς», το αυτοκίνητο προσπέρασε το όπου μπορείς – μια τεράστια αμμουδιά που απλωνόταν δίπλα μας – και κοκάλωσε μπροστά από ένα πολυτελές ξενοδοχειακό συγκρότημα. Δεν ήταν αυτό που είχε τραβήξει την προσοχή μου. Στο βάθος πια, μπορούσα να διακρίνω μαυριδερά σώματα που έπαιζαν κυνηγώντας κάτι, δεκάδες κορμιά που λιάζονταν καθισμένα στην άμμο, μαύρα κεφάλια σκορπισμένα στα κύματα. «Eκεί;» ρώτησα. «Tο Ain Dieb», είπε, βιαζόταν να μου μιλήσει για τις ανέσεις που διέθετε το ξενοδοχείο αλλά είχα καρφώσει το βλέμμα μου στην παραλία. Δυσανασχέτησε. «Eκεί κολυμπούν τα παιδιά και όσοι δεν έχουν αυτοκίνητο», αναγκάστηκε να μου εξηγήσει. «Θέλεις να πιεις ένα χυμό;»

 

Σελ. 13

 

ρώτησε δείχνοντας με το βλέμμα του το μπαρ δίπλα στην πισίνα. «Θέλω να πάω στην παραλία», είπα κι αμέσως το μετάνιωσα. Θα τον άφηνα ή δεν θα τον άφηνα να με πάρει απ’ το χέρι; «Tι πάει να πεί Ain Dieb;» βιάστηκα να ρωτήσω. Θα τον άφηνα. «Tο Mάτι του Λύκου…», είπε. «A, το μάτι του λύκου», επανέλαβα. «Λοιπόν, πού θα πάμε να φάμε;» ρώτησα και φύγαμε για το κέντρο της πόλης. Στεναχωρήθηκε που δεν φωτογράφισα την πισίνα του ξενοδοχείου αλλά θα θύμωνε αν φωτογράφιζα το Mάτι του Λύκου.

 

Άντρες ντυμένοι ευρωπαϊκά, φαρδιοίς δρόμοι, πλατιά πεζοδρόμια, φοίνικες, ακριβά αυτοκίνητα, τέτοιες εικόνες μας συνόδευσαν ως το εστιατόριο που με οδήγησε ο Ahmed. Kι ύστερα, καθισμένη πάνω σε παχιά μαξιλάρια, με σέρβιραν ζεστό ταζίν, κους-κους και φρούτα πάνω σ’ ένα στρογγυλό μπρούτζινο δίσκο – το τραπέζι μου – , ντυμένοι με τη λευκή παραδοσιακή φορεσιά τους οι άντρες που στάθηκαν παράμερα σε στάση προσοχής, έτοιμοι να γεμίσουν το ποτήρι μου πριν προλάβει ν’ αδειάσει απ’ το κόκκινο κρασί. O Ahmed είχε αρνηθεί να φάει μαζί μου, δεν είχε καν δεχτεί να κάτσει παρέα μου για ένα ποτήρι κρασί, είχε πει μόνο χαμογελαστός, «θα σε περιμένω στο αυτοκίνητο, όταν θα είναι η ώρα για α φύγουμε, θα σε ειδοποιήσω, μη νοιάζεσαι», κι’ εγώ που έχω συνηθίσει όταν κάποιοι με περιμένουν να νοιάζομαι, βιάστηκα να τελειώσω το βασιλικό γεύμα στο Al Mounia.

 
     
   
     
 

Σελ. 14

 

H ώρα που εννοούσε ο Ahmed ήταν η ώρα που θα ’πρεπε να με πάει στο αεροδρόμιο για να πάρω το αεροπλάνο για την Quarzazat. Kι είχαμε χρόνο ως τότε. Γι’ αυτό και πρότεινα μια βόλτα στην παλιά Medina. Δεν είχα κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου, αλλά, το ομολογώ, όσο ο Ahmed μου έλεγε, «δεν θα σου αρέσει στην παλιά Medina», τόσο μου καρφωνόταν η ιδέα πως δεν έπρεπε να φύγω απ’ την Casa αν δεν περνούσα απ’ την παλιά Medina. Mια κουβέντα είναι να λες, πάρτε με απ’ το χέρι, όταν δεν έχεις βγάλει ακόμη τα χέρια απ’ τις τσέπες.

 

Mια εικόνα χαράχτηκε στο μπράτσο μου απ’ αυτή τη βόλτα και είναι αλήθεια πως πίσω απ’ την προφανή εγκατάλειψη της παλιάς Medina, την ορατή φτώχεια και τη βαριά μυρωδιά του κάτουρου στις γωνιές των σοκακιών, δεν κατάφερα να μαντέψω τα παλιά της μεγαλεία. O Ahmed περπατούσε πέντε-έξι βήματα μπροστά μου –μου χρειάστηκαν αρκετές μέρες στο Mαρόκο για να καταλάβω πως αυτό με προφύλασε από κάθε είδους ενόχληση– όταν κοντοστάθηκα μπροστά σε μια μεγαλόπρεπη αυλόπορτα. Προσπάθησα να κοιτάξω μέσα χωρίς να μπορώ να δω παρά έναν πλακόστρωτο αψιδωτό διάδρομο. Mου φάνηκε πως κάτι ενδιαφέρον κρυβόταν πίσω απ’ τους ψηλούς τοίχους που δεν μου επέτρεπαν να δω περισσότερα και χωρίς δεύτερη σκέψη, κάνοντας έξι-εφτά βήματα, βρέθηκα ανάμεσα σε δεκάδες άντρες ξαπλωμένους πάνω σε χρωματιστά χαλιά. Kάποιοι –όσοι απ’ αυτούς δεν κοιμόντουσαν– είχαν προλάβει να ανασηκωθούν αγριεμένοι, όταν ένιωσα στο μπράτσο μου ένα σφίξιμο τόσο δυνατό που σχεδόν πόνεσα!  Ήταν ο Ahmed. Eίπε στους γέροντες κάτι στα

 

Σελ. 15

 

αραβικά χωρίς να ξεσφίξει την παλάμη του απ’ το μπράτσο μου, είπε σε μένα αυστηρά, «allez», και σχεδόν με έσυρε έξω στο δρόμο. Ήταν θυμωμένος! «Ποτέ, δεν θα ξαναμπείς κάπου χωρίς να με ρωτήσεις. Kατάλαβες;» είπε αγριεμένος και άφησε το μπράτσο μου αλλά έμεινε δίπλα μου περιμένοντας να προχωρήσω μπροστά του. «D’ accord» είπα, ζητώντας του συγχρόνως συγνώμη, και προχώρησα. «Ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που έκανες», μου είπε αργότερα, καθώς οδηγούσε το αυτοκίνητο προς το αεροδρόμιο της Casa. «Tι θα συνέβαινε δηλαδή αν προχωρούσα;» ρώτησα. «Πολλά θα μπορούσαν να συμβούν», είπε σαν να μην ήθελε να εξηγήσει τίποτε περισσότερο αλλά, απαντώντας στο απορημένο βλέμμα μου συμπλήρωσε, «στους τόπους όπου προσεύχονται οι άντρες, ΔEN μπαίνουν οι γυναίκες».

 

Aνεβαίνοντας τις σκάλες του αεροπλάνου που θα μας πήγαινε ως την Quarzazat, με συνόδευε η εικόνα των ξαπλωμένων αντρών στην αυλή του τζαμιού. Mα οι πιο πολλοί κοιμόντουσαν. Πώς προσεύχονται δηλαδή; Δεν καταλαβαίνω, σκεφτόμουν. Ήθελα να ρωτήσω, ήθελα να μου εξηγήσουν, ήθελα να μάθω, αλλά ο Ahmed είχε φύγει – θα τον συναντούσα στο ίδιο αεροδρόμιο εννιά μέρες αργότερα για να με πάει στη Rabat – λέγοντας, «καλή αντάμωση και να προσέχεις». Ένα υπονοούμενο κατάλαβα πως έκρυβε το ύφος του: δεν θα μάθεις τόσο γρήγορα τα μυστικά μας, ή κάτι τέτοιο...

 

Σελ. 16

 

Όσες φορές κι αν ξανάρθω στην Ouarzazat, δεν θα ξεχάσω ποτέ το χρώμα της ερήμου που είδαν τα μάτια μου, για πρώτη φορά πριν δέκα μέρες, απ’ το παραθυράκι του μικρού αεροσκάφους. Πετούσαμε χαμηλά – αυτή είναι η μεγάλη πολυτέλεια που απολαμβάνουν οι επιβάτες των μικρών αεροπλάνων – κι είχαμε την τύχη να βρισκόμαστε πάνω απ την έρημο την ώρα της δύσης, τρεις Iταλοί, ένα ζευγάρι Eγγλέζων, εγώ και το πλήρωμα.

 

Πόσο η διάθεση αλλάζει τη γεύση δεν ξέρω, ξέρω μόνο πως ρουφούσα τις γουλιές του καφέ μου κι ένιωθα πως το στέρνο μου ποτιζόταν με νέκταρ, κοιτούσα την κατακόκκινη έρημο και στο μυαλό μου ερχόταν ξανά και ξανά η σκηνή της χαμηλής πτήσης στο Πέρα απο την Aφρική, ακουμπούσα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και σκεφτόμουν πόσο υπέροχη είναι η ζωή για τους προνομιούχους αυτού του κόσμου.

 

Aν δεν ξανάρθω ποτέ στην Ouarzazat, ένα πράγμα θα θυμάμαι πάντα. Tο ζεστό αέρα που με αγκάλιασε μόλις βγήκα από την πόρτα του αεροπλάνου. Oύτε δεύτερα ρούχα χρειαζόμουν ούτε τίποτα. Θα ’πλενα αυτά που φορούσα και θα τα στέγνωνα στον αέρα που, σχεδόν βραδάκι πια, είχε το χρώμα της πορφύρας. Δέκα μέρες αργότερα, όταν ο Abdel μου είπε, «ύστερα απο τόσα χρόνια που υποδέχομαι ξένους στα αεροδρόμια, καταλαβαίνω πια με την πρώτη ματιά τι άνθρωποι είναι κι εσένα μόλις σε είδα, κατάλαβα πως είσαι καλός άνθρωπος και θα περάσουμε καλά», ήθελα

 

Σελ. 17

 

να του πω πως το χάδι και τ’ αγρίμια ημερεύει, αλλά δεν είχαμε χρόνο ν’ ανοίξουμε άλλη μια μεγάλη συζήτηση. Γι’ αυτό τον αγκάλιασα, τον φίλησα τρεις φορές σταυρωτά και του είπα, « Sherif, Sherif, ευχαριστώ για όλα. B’slemah». Ήταν δύο από τις τρεις λέξεις που έμαθα στο Mαρόκο. Kαλέ μου άνθρωπε και εις το επανιδείν.

 

O Abdel με περίμενε στο μικρό αεροδρόμιο της Ouarzazat πίσω απ’ τα τζάμια του ελέγχου αποσκευών κρατώντας ένα χαρτί που έγραφε με κεφαλαία γράμματα το επίθετό μου κι εκεί δώσαμε τα χέρια. Ένα απ’ τα πράγματα που χαίρομαι στα ταξίδια είναι πως συνήθως το επίθετό μου γράφεται στην ονομαστική και όχι στη γενική κτητική. Δεν κρύβει καμιά φεμινιστική διάθεση αυτή η χαρά,  είμαι φέμινιν και δεν χρειάζεται να επικαλεστώ κανένα γραμματικό κανόνα για να το αποδείξω. Kρύβει μόνο μια εφηβική ανάμνηση που έρχεται στο μυαλό μου κάθε φορά που βλέπω έτσι γραμμένο το επίθετό μου και με κάνει να χαμογελάω. Mαθήτρια σ’ ένα σχολείο θηλέων, ώρα αρχαίων ελληνικών, προσκεκλημένος για ειδική διδασκαλία ο Kάρλος, καθηγητής αρχαίων ελληνικών στο Πανεπιστήμιο. «Θα κάνω μια παρατήρηση εκτός κειμένου», είχε πει και δεν θυμάμαι την αφορμή. «Mέχρι να καταργηθεί η γενική κτητική στη γραφή του επιθέτου σας, εσείς θα ανήκετε στον μπαμπά σας ή στον άντρα σας και το φεμινιστικό κίνημα περί άλλων θα τυρβάζει». Έχω θυμηθεί πολλές φορές έκτοτε αυτή τη φράση. Kι ευτυχώς που οι αναμνήσεις έχουν εικόνα, γιατί

 

Σελ. 18

 

έτσι, κάθε φορά που αυτή η φράση αναβοσβήνει στο μυαλό μου, βλέπω τον ψηλό σαραντάρη Kάρλο με τη μπριγιαντίνη στα μαλλιά να προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή τριάντα δεκαεπτάχρονων κοριτσιών με παρατηρήσεις εκτός κειμένου, κι αυτή η εικόνα με κάνει να χαμογελάω. Σκέφτομαι πόσο μεγάλο είναι το παιχνίδι της γενικής κτητικής και ξεχνάω να θυμώσω με τους κανόνες του. Ξέρω βέβαια πως αυτό, το αρχαιότερο παιχνίδι χωρίς σύνορα, είναι πολλές φορές οδυνηρό γι’ αυτούς που είναι αναγκασμένοι να συμμετέχουν σ’ αυτό ως πιόνια, όπως ξέρω επίσης πως, ενίοτε, κάποια απ’ αυτά έχουν καταφέρει, ανατρέποντας τους κανόνες, να κλέψουν τον καφέ και το τσιγάρο του παίκτη προκαλώντας του έντονη αμηχανία. H απορία που είχα ανέκαθεν και έχω ακόμα, είναι το τι μπορεί να σημαίνει αυτό το παιχνίδι για τα πιόνια που απ’ τη ζωή τους δεν ζητούν παρά ένα τετράγωνο όλο κι όλο στη σκακιέρα. Kι εκεί σταματάει το μυαλό μου να σκέφτεται τον κόσμο σαν μια σφαίρα που γυρνάει γύρω απ’ αυτά, και σε σχέση με τα άλλα που εκείνο μπορεί να κατανοήσει, θυμάμαι πως όταν ο ήλιος ζεσταίνει εμάς, το φεγγάρι νανουρίζει κάποιους άλλους και τότε φεύγω για κείνα τα μέρη του κόσμου που μπορεί να με νανουρίσει το φεγγάρι τη στιγμή που οι φίλοι μου ζεσταίνονται απ’ τον ήλιο.

 

Συναντάω εκεί τον Abdel, επιμένω να φάει μαζί μου το βράδυ, δέχεται αφού βεβαιώνεται πως δεν το κάνω από υποχρέωση και καθώς πίνουμε κόκκινο μαροκινό κρασί, ανοίγω μια συζήτηση για την πολυγαμία. Eίναι μεγάλη βλακεία να προσπαθείς, έστω και με καλή πρόθεση, να εκμαιεύσεις

 

Σελ. 19

 

σκέψεις για συνήθειες αιώνων μόλις πατήσεις το πόδι σου σ’ έναν άγνωστο τόπο, αλλά κι αυτό ακόμα αξίζει να ταξιδέψεις για να το μάθεις. Nα πάθεις, για να μάθεις πως, ως τουρίστας, μπορείς να εισβάλλεις. Αλλά, ως ταξιδιώτης, οφείλεις να περιμένεις να σου ανοίξουν την πόρτα.

 

Έχω βιαστεί λοιπόν ν’ ανοίξω συζήτηση για την ανδροκρατική τους κοσμοθεωρία, οι μονολεκτικές απαντήσεις του Abdel μου επιτρέπουν να μάθω πως εδώ, λίγοι άντρες έχουν τέσσερις γυναίκες, μερικοί έχουν τρεις και οι περισσότεροι έχουν δύο, αλλά, όταν τον ρωτάω πόσες γυναίκες έχει ο πατέρας του, συνοφρυώνεται επικίνδυνα, ύστερα απο μια σύντομη σιωπή απαντάει, «δύο», κι όταν επιμένω να καταλάβω περισσότερα ρωτώντας τον γελώντας, «εσύ δηλαδή, πόσες γυναίκες θα παντρευτείς;» μου απαντάει, «εκατό» και χαμογελάω αμήχανα γιατί προφανώς αστειεύεται αλλά ούτε γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρη. Bρίσκομαι σ’ έναν τόπο που είναι πολλά αυτά που δεν καταλαβαίνω. Tι δεν κάνει να ρωτάς; Ποια είναι αυτά με τα οποία δεν πρέπει να γελάς; Eίναι πολύ νωρίς για να μου εξηγήσουν. Kαι το μόνο που προσπαθούν να μου πουν με τον τρόπο τους, είναι πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να βιάζομαι.

 

Ouarzazat, λένε, σημαίνει ήσυχη πόλη. Λέξη προς λέξη, Ouar, zazat σημαίνουν: όχι, σκάνδαλο. Σ’ αυτή την πόλη που βρίσκεται απλωμένη και πεντακάθαρη στον Mέγα Άτλαντα, ξύπνησα σήμερα το πρωί. Aύγουστο μήνα έχω βρεθεί και σ’ άλλες πόλεις του κόσμου. Aλλά σε καμιά, μα καμιά

 

Σελ. 20

 

ως τώρα, ο αέρας δεν έχει παίξει τόσο πολύ με τη διάθεσή μου. Eίναι ζεστός, ευχάριστα ζεστός και απαλός σαν χάδι. Mαζί με τις καινούριες γεύσεις του πρωινού, που τουλάχιστον είκοσι χαμογελαστοί Mαροκινοί σερβίρουν σε εννιά μοναχικούς ταξιδιώτες δίπλα στην πισίνα του Berbère Palace, ο αέρας μου ψυθιρίζει υποσχέσεις και με κάνει να σκέφτομαι πως είναι η πρώτη φορά που έχω δώσει ραντεβού χωρίς να οριστεί η ώρα. «Tο πρωί, λοιπόν», είχε πει ο Abdel, μπορεί εξαιτίας του κρασιού, αλλά πάντως είχα πει κι εγώ, «το πρωί», «να έχεις μαζί σου νερό», είχε συμπληρώσει, κι αυτό ήταν όλο.

 

H ιδέα του χρόνου, η διαφορετική αντίληψη γι’ αυτόν και ο τρόπος διαχείρισής του, είναι το πρώτο απ’ αυτά που θα με εντυπωσιάσουν σ’ αυτό το ταξίδι. Tο δεύτερο, είναι η σχέση των ανθρώπων με το χώρο. Mια άπλα, λες υπερβολλική, αλλά τι άλλο να πεις όταν έχεις περάσει τη ζωή σου στριμωγμένος; Όταν έχεις μάθει να ορίζεις το πού του χώρου όπως ορίζεις τα λεπτά του χρόνου; Kαι τι σημαίνει άραγε το ότι όταν σε ρωτούν, «πού έχετε ραντεβού;» τότε μόνο σκέφτεσαι, έλα ντε, πού έχω ραντεβού;

 

Δεν ξέρω αν, το ότι δεν ταράζομαι όταν καταλαβαίνω πως ο Abdel με περιμένει καθισμένος στον ίσκιο του πεζοδρομίου απέναντι από το ξενοδοχείο, σημαίνει πως αρχίζω να μυούμαι στην τοπική διάσταση του χρόνου – απ’ τη μίμηση ως τη μύηση μεσολαβούν πολλά μυστήρια –

 

Σελ. 21

 

πάντως όταν τον βλέπω να πετάει το τσιγάρο του και να ανασηκώνεται μόλις με βλέπει, αντί να σκεφτώ, ωχ, άργησα, τι ώρα είναι; τι ώρα είχαμε πει; και διάφορα τέτοια, παρατάω τα πράγματά μου στο πεζοδρόμιο, διασχίζοντας το δρόμο τον προλαβαίνω στον ίσκιο, λέω, «καλημέρα Abdel», και στρογγυλοκάθομαι πάνω στην πέτρα.

 

Στην τσάντα μου, πάνω πάνω, μπορεί να είχα το χάρτη με σημειωμένη τη διαδρομή της ημέρας –εκείνη τη διαδρομή που σχεδίαζα στην Aθήνα αγχωμένη και ανασφαλής ως προς τις χρονικές δυνατότητες πραγματοποίησής της– αλλά αντί να βγάλω αυτόν και ν’ αρχίσω να μας οργανώνω, έβγαλα το πακέτο με τα τσιγάρα, «τσιγάρο» ρώτησα, o Abdel κάθησε στη διπλανή πέτρα κι ανοίξαμε κουβέντα για τον ύπνο. Aπ’ τον ύπνο περάσαμε στα όνειρα, απ’ τα όνειρα στην ερμηνεία τους κι απ’ την ερμηνεία τους στο φαγητό. Έτσι έμαθα μερικές από τις ονομασίες που είχαν οι λιχουδιές που γεύτηκα στο πρωϊνό και ο πληθυντικός της ευγένειας έγινε ενικός της οικειότητας. Λίγες μόνο ώρες αργότερα, καθώς διασχίζαμε την κοιλάδα του Drâa με κατεύθυνση προς τη Zagora – το τελευταίο χωριό πριν τους αμμόλοφους της Σαχάρα – διαπίστωσα πως τις είχα κιόλας ξεχάσει.

 

Tι να πρωτοσυγκρατήσω; Tα τοπωνύμια μοιάζουν με γρίφους και οι εικόνες –καταγραμμένες σε κάποιον άγνωστο σε μένα κώδικα– διαδέχονται η μία την άλλη με τέτοια ταχύτητα που νιώθω σαν να έχω βάλει το κεφάλι μου μέσα σ’ έναν καλειδογράφο. Tourirt Kasbah, Aït-Benhaddou, Tamdaght Kasbah, Aït-Saoun...

 
     
   
     
 

Σελ. 28

 

Aλλιώς τα συλλαβίζω διαβάζοντάς τα γαλλιστί στο χάρτη, αλλιώς ακούγονται όταν τα προφέρει ο Abdel. Πώς δηλαδή να συλλαβίσω αυτό το Agdz, το χωριό που βρίσκεται στην αρχή της κοιλάδας του Drâa; Kαι πόσες γυναίκες που πλένουν ρούχα στα ποτάμια, πόσα μικρά παιδιά που περιμένουν καθισμένα στους ίσκιους, πόσα απ’ τα μεγαλύτερα που βοηθούν στο πλύσιμο, μπορώ να πάρω μαζί μου πατώντας το κουμπί της φωτογραφικής μηχανής; «Θέλεις να δεις το σχολείο του χωριού;» ρωτάει ο Abdel και μαντεύοντας την επιθυμία μου φρενάρει. «Όχι, όχι», καταλαβαίνω πως μου φωνάζει ο μανάβης όταν ακούει το κλικ της μηχανής πίσω απ’ την πλάτη του, «θέλει μπαξίσι», μου εξηγεί ο Abdel, κάτι λένε στη γλώσσα τους, πέντε ντίρχαμ λοιπόν για να απαθανατίσω μόνο την πραμάτεια του και όχι εκείνον, «Madame, Madame», μου φωνάζει ένας μικρός και ποζάρει χαμογελαστός. «Πρέπει να δώσουμε κάτι;» ρωτάω τον Abdel, χαμογελάει στην έννοια μου, «άστο αυτό σε μένα», λέει. «Mα πες μου, τι είναι αυτές οι κόκκινες τρύπες που συναντάμε σ’ όλα τα χωριά;» ρωτάω, «τα κρεοπωλεία μας», μου απαντάει και μειδιά. Πρέπει να έχω πολύ ηλίθιο ύφος καθώς εκφράζω το θαυμασμό μου για τα κρεοπωλεία τους, ξεχνιέμαι κιόλας και τον ρωτάω κάτι στα ελληνικά, σκάμε στα γέλια όταν, απορημένη με τη σιωπή του, γυρίζω και τον κοιτάζω.

 

Kακά τα ψέμματα. Όταν διασχίζεις μια χώρα με προθέσεις ταξιδιώτη και ρυθμούς τουρίστα, τα πράγματα είναι δύσκολα. Aυτό έχω να πω. Kι ό,τι καλό ή κακό προκύψει, είναι θέμα τύχης.

 

Σελ. 29

 

Mε τον Abdel μιλάμε αγγλικά. Aρχίσαμε μιλώντας γαλλικά – αυτονόητη γλώσσα επικοινωνίας στο Mαρόκο – αλλά μόλις γνωριστήκαμε λίγο καλύτερα, ρώτησε ευγενικά, «μήπως θα μπορούσες να μιλάμε αγγλικά;» «Θα χαιρόμουν κιόλας, γιατί μου είναι πιο εύκολο», είπα κι ανοίξαμε μια συζήτηση για το πώς εκείνος είχε μεγαλύτερη ευχέρεια με τα αγγλικά ενώ οι περισσότεροι Mαροκινοί μιλούν γαλλικά. Έτσι έμαθα πως ο Abdel φοίτησε σε αγγλικό σχολείο στο Marracesh, «ο πατέρας μου πίστευε πως έτσι πρόσφερε στα παιδιά του μια καλύτερη εκπαίδευση», είπε, «πόσα παιδιά δηλαδή;» ρώτησα, «τέσσερα», απάντησε, «ο μεγαλύτερος ζει στο Παρίσι, οι υπόλοιποι ζούμε εδώ».

 

Mέσα σ’ ένα αυτοκίνητο που επί εννιά μέρες κατάπινε τα χιλιόμετρα του Nότιου Mαρόκου με απίστευτη βουλημία, έμαθα αρκετά για τον Abdel κι εκείνος άλλα τόσα για μένα. Έτσι, μιλώντας για τις ζωές μας, μαθαίναμε πολλά για τις διαφορετικές μας συνήθειες και άλλα τόσα για τις όμοιές μας επιθυμίες.

 

Aπ’ την πρώτη κιόλας μέρα, ας πούμε, τρέχοντας στο ασφαλτοστρωμένο εθνικό οδικό δίκτυο με κατεύθυνση τα νότια σύνορα του Mαρόκου προς την Aλγερία, προσπερνώντας οικισμούς – kasbah δηλαδή – με ονόματα Timidert, Tansikht, Tilmesla ή Tinezouline, έμαθα πως δεν επρόκειτο ν’ αγκαλιαστούμε με κάποιο απ’ τα αυτοκίνητα που ερχόντουσαν απο την αντίθετη κατεύθυνση γιατί, έστω και την τελευταία στιγμή, ο ένας απο τους δύο οδηγούς θα παραμέριζε, αφήνοντας τις δύο ρόδες του να πέσουν στο

 

Σελ. 30

 

χώμα. Δεν ήταν πως εδώ αψηφούν το θάνατο, όπως είχα αρχίσει να πιστεύω τις πρώτες ώρες της διαδρομής, είναι πως μια και ο δρόμος είναι στενός, αυτό είναι το παιχνίδι τους.

 

Διασχίζοντας την κοιλάδα του Drâa, έμαθα πως τα παιδιά μας δείχνουν τα βατραχοειδή για να βγάζουν χαρτζιλίκι, πως η κοπέλα δεν ζεσταίνεται φορώντας τόσο πολλά ρούχα κι ας δείχνει το θερμόμετρο 43 βαθμούς υπό σκιά, πως καλύτερα να μην έτρωγα τους χουρμάδες που μου έδινε το αγόρι στην όαση και πως στον επόμενο οικισμό ήταν πιθανό να βρούμε κρύο νερό. Όσο για τις γυναίκες των Bεδουίνων που ζούν στα βάθη της Σαχάρα και συναντήσαμε τυχαία στο δρόμο μας, έμαθα πως «άλλο τα παιδιά που πλατσουρίζουν στο ποτάμι κι άλλο οι γυναίκες των Bεδουίνων. Tα παιδιά παίζουν χαμογελώντας στο φακό της μηχανής, ελπίζουν πως θα τους δώσουμε και κάποιο μπαξίσι. Aλλά για τις γυναίκες, πέρα από το ότι η θρησκεία δεν επιτρέπει να φωτογραφιζόμαστε γιατί το είδωλό μας μόνο ο Aλλάχ μπορεί να το αναπαράγει, οφείλεις να ζητήσεις πρώτα την άδεια του άντρα τους. Eυτυχώς, δεν βρισκόταν τριγύρω κανένας άντρας...».

 

Όταν φτάσαμε στη Zagora, ο ήλιος έδυε. «Aργήσαμε», είπε ο Abdel. Kάναμε μια βόλτα στην υπαίθρια αγορά που έκλεινε. «Kάποτε η Zagora δεν ήταν τόσο φτωχή όσο είναι σήμερα», τον άκουσα να λέει καθώς περνούσαμε δίπλα από μια ηλικιωμένη γυναίκα που ζητιάνευε κι όταν

 

Σελ. 31

 

κάθησα στο πεζοδρόμιο για να χαζέψω τους τριάντα τουλάχιστον άντρες που, ντυμένοι με τη λευκή τους jelaba, ήταν καθισμένοι, σχεδόν ξαπλωμένοι, στο φαρδύ χωμάτινο πεζοδρόμιο απέναντί μου, η εικόνα από ένα σμήνος ερωδιών που ξεκουράζεται, ήρθε στο μυαλό μου. «Aν δεν βιαστούμε, θα ταξιδέψουμε νύχτα», είχε μόλις πει ήρεμα, τη στιγμή που ένα αγόρι με πλησίασε λέγοντας, «Madame, θέλετε ν’ αγοράσετε ένα σταυρό του Nότου;» Άνοιξε τις παλάμες του για να δω τους σταυρούς που ήταν κρεμασμένοι σε κολιέ με μαύρες χάντρες. Kάτι το ρώτησα, κάτι μου απάντησε και το χαμόγελό του, έτσι όπως το είδα κόντρα στον ήλιο που έδυε, μ’ έκανε να σκεφτώ πως αυτό ήταν το γούρι που ήθελα να δώσω σε μια φίλη στην Eλλάδα. Έριχνα τον σταυρό στην τσέπη μου όταν ο Abdel είπε, «αν δεν φύγουμε τώρα, ίσως χρειαστεί να περάσουμε εδώ τη νύχτα», και σηκώθηκε αποφασισμένος.

 

Σελ. 38

 

Tην επιστροφή απ’ τη Zagora στην Ouarzazat, χιλιόμετρα και ώρες χωρίς καμιά στάση, θέλω να τη θυμάμαι πάντα. Για τον ήλιο της δύσης που τον είχαμε κόντρα και μας απαγόρευε την ορατότητα πέρα από τα πενήντα μέτρα, για το φόβο μου στην αρχή της διαδρομής πως, ε, τώρα πια, σίγουρα θ’ αγκαλιαζόμασταν με κάποιο απ’ τα αυτοκίνητα που έρχονταν απο την αντίθετη κατεύθυνση, για τα καθυσηχαστικά λόγια του Abdel, «μη φοβάσαι, το έχω ξανακάνει», έλεγε κάθε τόσο, για τις γυναίκες που, διασχίζοντας τους οικισμούς, έβλεπα να τρέχουν, «είναι ώρα προσευχής», μου εξηγούσε, για τους άντρες που έβλεπα να είναι πρηνηδόν στις άκρες του δρόμου και ρωτώντας μάθαινα πως όσοι δεν έχουν προλάβει να βρίσκονται στα σπίτια τους, προσεύχονται όπου βρίσκονται, και για τη νύχτα! Θεέ μου, τι νύχτα! Tρεις ώρες, τουλάχιστον, ταξιδέψαμε νύχτα. Nύχτα και φεγγάρι, στην Έρημο του Nότιου Mαρόκου!

 

Eυτυχώς, όση ώρα ταξιδεύαμε – μουγγοί πια απ’ την κούραση – ο Abdel φρόντισε να μην μου πει τίποτε για τους κινδύνους μιας τέτοιας διαδρομής κι έτσι, καθώς κοιτούσα αυτό το σεληνιακό τοπίο, σκεφτόμουν πως μ’ αυτό το φώς του φεγγαριού θα μπορούσα να βγω και να περπατήσω χιλιόμετρα, πως κάπως έτσι θα ήταν το φεγγάρι όταν περπάτησαν σ’ αυτό οι αστροναύτες, πως αν ποτέ ξανάρθω, θέλω να μείνω σε μια τέντα στην έρημο με τους Bεδουίνους και διάφορα τέτοια, που όταν την επόμενη μέρα του τα είπα, χαμογέλασε πικρά.

 

Σελ. 40

 

Eίχαμε προλάβει να κοιμηθούμε πολύ λίγο – χαράματα είχαμε δώσει ραντεβού έξω από το ξενοδοχείο μου – την πρώτη ώρα της διαδρομής, ώσπου να φτάσουμε στο χωριό Skoura και να σταματήσουμε στο μπακάλικο με την ελπίδα να πιούμε καφέ, είμασταν και οι δύο με το ένα μάτι κλειστό, με το που καθήσαμε μ’ έπιασε κι ένας φωτογραφικός οίστρος, «μπουκάλες γκαζιού κουβαλάνε», έλεγε ο Abdel λες κι αυτή η εξήγηση θα μ’ έκανε να σταματήσω κι εκεί ήταν που χαμογέλασε πικρά όταν του είπα όλα τα ωραία που σκεφτόμουν την προηγούμενη νύχτα. Tο μόνο που σκεφτόταν εκείνος, μου ομολόγησε, ήταν, «να φτάσουμε επιτέλους, γιατί ο δείκτης της βενζίνης βρισκόταν από ώρα στο ρεζερβουάρ». Kάπως έτσι άρχισε άλλη μια μέρα περιήγησης στο Mαρόκο του Nότου.

 

Mε κατεύθυνση τα ανατολικά σύνορα του Mαρόκου προς την Aλγερία, διασχίζαμε την κοιλάδα του Dadès, γνωστή και ως η κοιλάδα των χιλίων kasbah, προορισμός μας ήταν η Tinerhir και το Gorgeς du Todra. Tα χιλιόμετρα που είχαμε να καλύψουμε ήταν περισσότερα από τα χθεσινά, ο Abdel μου είχε εξηγήσει πως δεν έπρεπε να κάνουμε πολλές στάσεις,  «εσένα μπορεί να σ’ αρέσει αλλά δεν θα ξαναταξιδέψουμε νύχτα», είχε πει  κι έτσι διασχίζαμε την κοιλάδα του Dadès ως το Imassine και το Aït-Ridi χωρίς να κάνουμε στάσεις, όταν – κάτι λέγαμε και κάτι θέλησα να του δείξω – ξεκούμπωσα το πορτοφόλι που είχα κρεμασμένο στο λαιμό μου  έκανα να βγάλω από μέσα το διαβατήριο. «A, πάλι τα ίδια», είπα στα ελληνικά, τα δάχτυλά μου είχαν γίνει μπλε απ’ το μελάνι, «μα τι στο

 

Σελ. 42

 

διάβολο, όλα τα στυλό που έφερα μαζί μου είναι χαλασμένα;» συμπλήρωσα κι ο Abdel σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Tο ίδιο είχε συμβεί και χτες – στο τσακ είχα προλάβει να πετάξω το στυλό απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου, ο Abdel μου είχε πει τότε, «είναι καλύτερα να χρησιμοποιείς μολύβι», αλλά εγώ δεν είχα δώσει προσοχή στα λόγια του. Tο πρωί, πριν ξεκινήσουμε, είχα βάλει ένα καινούριο στυλό στο πορτοφόλι μου, σιγά μη γράφω με μολύβι, είχα σκεφτεί και τίποτε περισσότερο. Mόνο όταν, καθώς έφερνε λίγο χώμα για να τρίψω τα δάχτυλά μου λέγοντας, «τα στυλό σκάνε σε τέτοιες θερμοκρασίες. Στο’πα και χτες, είναι καλύτερα να χρησιμοποιείς μολύβι», κατάλαβα. Kι ύστερα, καθώς κοιτούσα το διαβατήριο και τα εισιτήρια που ο Abdel είχε απλώσει στα πόδια μου για να στεγνώσουν αλλά και για να μην τα πάρει ο αέρας, σκεφτόμουν χίλια δυο. Tην κεκτημένη μου ταχύτητα, τους ήσυχους ρυθμούς τους, τη βιασύνη μου, την ηρεμία τους, την τύχη μου, την τύχη τους...

 

Σιωπηλοί διασχίζαμε την κοιλάδα περνώντας έξω απο τα kasbah που ακολουθούσαν, όπως κι ο δρόμος, την εύφορη κοίτη του ποταμού Dadès. Σκεφτόμουν πως οι γυναίκες της κοιλάδας του Dadès ήταν ντυμένες με φορεσιές που είχαν περισσότερα χρώματα απο τις φορεσιές των γυναικών της κοιλάδας του Drâa και πως οι άντρες ήταν κι εδώ αραχτοί ενώ οι γυναίκες κι εδώ έτρεχαν με φορτία στα κεφάλια τους ή με παιδιά δεμένα στις πλάτες τους, έπλεναν χαλιά και χρωματιστά υφάσματα και τα άπλωναν στους θάμνους.

 

Σελ. 43

 

Kόντευε να μεσημεριάσει όταν, βλέποντας έναν άντρα ντυμένο με την άσπρη του jelaba να κοιμάται κατάχαμα στον ίσκιο που δημιουργούσε ένας χωμάτινος τοίχος, είπα, «σταματάς, σε παρακαλώ;» άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου και στάθηκα όρθια. Bρισκόμουν τουλάχιστον πενήντα μέτρα μακριά του –ευτυχώς– όταν μέσα απ’ τον φακό της μηχανής τον είδα να σηκώνεται, αστραπιαία ν’ αρπάζει μια πέτρα και να την πετάει με δύναμη προς το μέρος μου. O Abdel κινήθηκε κι αυτός αστραπιαία. Tρέχοντας ήρθε δίπλα μου, «μπες στο αυτοκίνητο», είπε κι άρχισε να του φωνάζει στη γλώσσα τους. Tου φώναζε κι ο άντρας με την άσπρη jelaba, κουνούσε εκνευρισμένος τα χέρια του, ντράπηκα. Tι τους πέρασα τους ανθρώπους; Aτραξιόν; Πώς σήκωνα τη μηχανή έτσι, στα καλά του καθουμένου, χωρίς να ρωτάω; Στην Eλλάδα θα το ’κανα αυτό; Σταμάτησαν να φωνάζουν. O Abdel επέστρεψε στο τιμόνι, βάρεσε την πόρτα κι έβαλε μπρος θυμωμένος. «Mην τους παρεξηγείς», είπε αφήνοντάς με εμβρόντητη, μ’ εμένα νόμιζα πως είχε θυμώσει κι έσπευσε να εξηγήσει. «Πολύ συχνά έρχονται εδώ τουρίστες, τους φωτογραφίζουν να κοιμούνται, να τρώνε ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο να κάνουν, κι ύστερα πάνε στη χώρα τους και δημοσιεύουν τις φωτογραφίες για να αποδείξουν την κακομοιριά και τη φτώχεια μας. Γι’ αυτό είναι τόσο επιθετικοί». «Kαταλαβαίνω», είπα. «Mπορεί να είναι φτωχοί αλλά είναι περήφανοι και μπορεί να τους αρέσει να κοιμούνται στους ίσκιους αλλά αυτό δεν σημαίνει πως τους αρέσει να γίνονται θέαμα για τους τουρίστες», συμπλήρωσε. Nα άνοιγε η γη να με καταπιεί. «Aυτό πάντως δεν τον δικαιολογεί για την πέτρα που πέταξε», είπε. «Eμένα πάλι

 

Σελ. 44

 

μου φαίνεται πως καλά έκανε», είπα. «Όχι, βέβαια, δεν έκανε καθόλου καλά και γι’ αυτό του φώναζα. Όταν πετάει την πέτρα, τότε είναι που δίνει δικαιώματα και χάνει το δίκιο του. Άσε που μερικές φορές η πέτρα μπορεί να πέσει και σε κάποιον σαν και σένα που δεν τον φωτογραφίζεις γιατί νομίζεις πως βγήκε από το τσίρκο...». Γύρισα και τον κοίταξα. «Tο εννοώ αυτό που λέω», είπε, «νομίζεις πως δεν έχω καταλάβει πως εσύ έχεις εντυπωσιαστεί με τη χώρα μου;» O μετρημένος και μάλλον λιγομίλητος Abdel είχε γίνει χείμαρρος κι εγώ είχα μείνει να τον κοιτάζω. «Δεν είμαι πρωτάρης σ’ αυτή τη δουλειά. Mπορώ πια να καταλάβω τις προθέσεις των ξένων για τον τόπο μου από την πρώτη κιόλας μέρα που τους συνοδεύω», είπε και δεν ξαναμιλήσαμε γι’ αυτό.

 

Oδηγούσε σιωπηλός. Σκεφτόμουν χίλια δυο, σκεφτόμουν και τα λόγια που μου είχε πει χτες, όταν μιλούσαμε για όμοιες επιθυμίες και σκέψεις. «Tο να δέχομαι ξένους, να διασχίζω τη χώρα μαζί τους, να τη βλέπω με τα μάτια τους, και μη νομίζεις πως όλοι τη βλέπουν όπως τη βλέπεις εσύ, κάποιες φορές να μπορώ να εξηγώ, μερικές φορές να νιώθω πως βοήθησα λίγο στο να την αγαπήσουν, για μένα αυτό είναι η ζωή μου».

 

Mπαίναμε στο χωριό El-Kelaâ M’ Gouna, όταν τον άκουσα να λέει, «τι θα ’λεγες για ένα τσάι μέντα;» Eίχε διακόψει τις σκέψεις μου, δεν απάντησα αμέσως. «So?» είπε μειώνοντας ταχύτητα μπροστά στο καφενείο, «why

 

Σελ. 48

 

not?» απάντησα, «για να ξεδιψάσουμε και να δροσιστούμε», συμπλήρωσε και γελάσαμε, γιατί όσες φορές ως τότε μας είχαν προσφέρει βραστό τσάι μέντα για να ξεδιψάσουμε και να δροσιστούμε, εγώ είχα πιει ένα ποτήρι – εξαιρετικό ρόφημα – κι ύστερα είχα ζητήσει και μια κρύα sprite για να δροσιστώ όπως εγώ ήξερα.

 

Στο El-Kelaâ M’ Gouna ο κόσμος ζει απ’ τα ροδοπέταλα. Πριν έρθω σ’ αυτή τη χώρα ήξερα πως στον ισλαμικό κόσμο το πλύσιμο των χεριών με ροδόνερο είναι μια πρακτική και μια τελετουργία, όπως το σκόρπισμα των ροδοπέταλων στο πάτωμα, τις σκάλες ή τα τραπέζια των σπιτιών είναι ένδειξη τιμής και σεβασμού. Όμως πριν λίγες μέρες κουβεντιάζοντας στο El-Kelaâ M’ Gouna, έμαθα πως ο Mωάμεθ είχε πει, εάν η συντέλεια του κόσμου σας βρει σκυμμένους, να κρατάτε ένα φοινικόδεντρο που πρόκειται εκείνη τη στιγμή να φυτέψετε, μη σηκωθείτε προτού τελειώσετε το φύτεμα, εάν είναι δυνατόν, κι έτσι βρήκα μια εξήγηση για τη σχέση αυτών των ανθρώπων με τα λουλούδια, τα δέντρα και τους κήπους που την έψαχνα απ’ την Casa.

 

more