Συνύπαρξη με το νερό

TOY ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΛΑΜΑΡΑ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 02/09/2004
 
     
 

Η Κατερίνα Καλούδη σηκώνει το φωτογραφικό της φακό και αποτυπώνει σε άσπρο και μαύρο τους Ελληνες κυρίως τη στιγμή της συνύπαρξής τους με το νερό.

 
     
 

Μεσολόγγι, 1991.
Μια από τις φωτογραφίες
της Κατερίνας Καλούδη

 
     
 

Εκατόν έξι φωτογραφίες, οι οποίες «παίζουν» με το τυχαίο της κίνησης και με την κινητικότητα του σώματος, όταν αφήνεται στον αυθορμητισμό της αποκάλυψης της συνείδησης του κόσμου.

«Σπούδασα Μαθηματικά, αλλά βρήκα μεγάλη χαρά στην τέχνη της Φωτογραφίας. Φωτογραφίζοντας απέκτησα έναν τρόπο να έρθω σε επαφή με κομμάτια του εαυτού μου που δεν μπορούσα και δεν μπορώ να εκφράσω αλλιώς», εξομολογείται η φωτογράφος. Το λεύκωμά της «Ελληνες» κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση (ελληνικά και αγγλικά), από τις εκδόσεις «2Κ». Σημειώνει στον πρόλογο η Βίκυ Θεοδωροπούλου: «Μία πρόσκληση για να σηκωθεί το βλέμμα, να καλοκοιτάξει τον άνθρωπο, τον Ελληνα, το νερό, τη γη, τα ζώα, το νερό, το σώμα, την κίνηση, το νερό, τα σύμβολα, τις χειρονομίες, το νερό, τις πέτρες, τη γεωμετρία, το νερό, το γλέντι, τη γεωγραφία, το νερό. Ο κύριος ιστός που συνέχει τους "Ελληνες", το νερό. Στοιχείο καθόλου εμφατικό, υπαινικτικά ενωτικό, κάτι σαν ψίθυρος, σαν κουβέντα γυναικών δίπλα σε βρέφη που λίγο πριν νανούρισαν».

Η Ελλάδα της Κατερίνας Καλούδη είναι η Ελλάδα που δεν έχει απομακρυνθεί από το τοπίο του '50 και του '60, το οποίο επισκέφθηκαν οι ξένοι διανοούμενοι, φαντασιώνοντας το αλώβητον της ελληνικής αρχαιότητας. Η απελέκητη βουνοκορφή της Σερίφου που ορθώνεται πάνω από το πέλαγος είναι οι Κυκλάδες, που δεν παραδόθηκαν στην «επίμονη» οίκηση. Ο γέροντας που στέκεται στο ίδιο μέρος, με τη μαγκούρα του στο ένα χέρι, είναι πλήρως ταυτισμένος με την «άγρια» γαλήνη. Σε άλλη φωτογραφία ένας γαϊδαράκος της υπομονής περιμένει το επόμενο φόρτωμα: όλα γύρω του έχουν καθηλωθεί υπέρ της απολύτου του χρόνου ακινησίας.

Το καφενείο της Κομοτηνής με τους μυστακοφόρους γέροντες είναι η περισυλλογή μέσα από την κουβέντα της επικοινωνίας του καφέ. Η αφρίζουσα παραλία του Σχινιά γίνεται απόκοσμα παρούσα από το μοναχικό κορίτσι που βρέχεται στα κύματα. Στη Μύκονο, η γεμάτη με ψάρια ψαροκασέλα υπακούει στον αρχαίο νόμο των ψαράδων. Η μετά τη βροχή πλημμυρισμένη ορχήστρα του Ηρωδείου αποκτά τα μέτρα της ματιάς ενός που στοχάζεται πέρα από τα φώτα της συναυλίας και του θεάματος: οι καθαρίστριες οι οποίες προσπαθούν να τραβήξουν τα νερά είναι οι κυράδες της άγνοιας. Τα σκυλιά που αναπαύονται στα ξεψαρισμένα δίχτυα των ψαράδων καθρεφτίζουν στο βλέμμα τους το ηλιακό φως στη δύση της απολύτου ηρεμίας. Ο αρχαιολογικός χώρος της Ελευσίνας «αναπαύεται» στο παρελθόν του, το οποίο προς στιγμήν ακυρώνεται από τις υψούμενες της βιομηχανίας καμινάδες.

Η Κατερίνα Καλούδη είναι μία νοσταλγός αυτού που χάθηκε ή αυτού που φοβάται ότι θα χαθεί, γι' αυτό επιχειρεί να το συγκρατήσει στη Μνήμη που καταλύει το θάνατο της εικόνας. Και την ανασταίνει στην περιοχή της τέχνης διά παντός.