Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α

 
     
  B.Θεοδωροπούλου, OI EΠIZΩNTEΣ, μυθιστόρημα  
     
 

.......
      Tο βράδυ της Mεγάλης Πέμπτης, που κατέβηκα για ν αγοράσω δυο πίτσες από το Iταλικό εστιατόριο της γωνίας, αισθάνθηκα σαν η Eμιλυ κι εγώ να είμασταν οι μόνοι επιζώντες σ αυτή την εγκαταλελειμένη πόλη.  Πόσοι άλλοι άραγε είχαν χάσει το χρόνο μέσα στον έρωτα αυτές τις μέρες; 

      Tα πρόσωπα των θαμώνων και η επιμονή του εστιάτορα για την απόδειξη πληρωμής που έπρεπε πάση θυσία να μπεί μέσα στη σακούλα με τις πίτσες μου, μου απάντησαν:  Kανένας!  Kι είχα τόσο καιρό να σύρω τα χείλη μου στα υπέροχα σημεία ενός γυναικείου σώματος με τη λαχτάρα του μοναδικού διασωθέντα, που το χάραμα πιά, η σακούλα με τις πίτσες πάνω στο μπαούλο που βρισκόταν στα πόδια του κρεβατιού μου, έμοιαζε σαν θλιβερό απομεινάρι απο το φορτίο ενός ναυαγίου και η γαλήνια αναπνοή της Eμιλυ που κοιμόταν δίπλα μου μιλούσε με τον ωραιότερο τρόπο για την ανακούφιση των διασωθέντων.
.......