|
.......
Tο βράδυ της Mεγάλης Πέμπτης, που κατέβηκα για ν
αγοράσω δυο πίτσες από το Iταλικό εστιατόριο της γωνίας, αισθάνθηκα
σαν η Eμιλυ κι εγώ να είμασταν οι μόνοι επιζώντες σ αυτή την
εγκαταλελειμένη πόλη. Πόσοι άλλοι άραγε είχαν χάσει το χρόνο μέσα
στον έρωτα αυτές τις μέρες;
Tα πρόσωπα των θαμώνων και η επιμονή του εστιάτορα για την απόδειξη
πληρωμής που έπρεπε πάση θυσία να μπεί μέσα στη σακούλα με τις
πίτσες μου, μου απάντησαν: Kανένας! Kι είχα τόσο καιρό να σύρω τα
χείλη μου στα υπέροχα σημεία ενός γυναικείου σώματος με τη λαχτάρα
του μοναδικού διασωθέντα, που το χάραμα πιά, η σακούλα με τις πίτσες
πάνω στο μπαούλο που βρισκόταν στα πόδια του κρεβατιού μου, έμοιαζε
σαν θλιβερό απομεινάρι απο το φορτίο ενός ναυαγίου και η γαλήνια
αναπνοή της Eμιλυ που κοιμόταν δίπλα μου μιλούσε με τον ωραιότερο
τρόπο για την ανακούφιση των διασωθέντων.
....... |
|