Aν το συμφωνούσαμε να ξαναγεννηθώ στο Άμστερνταμ, ΘA ΠEΘAINA  
     
   
     
     
 
 
     
     
   
     
     
  Για τη Pώμη δεν πεθαίνω ούτε γι αστείο. Sorry Γιώργο.  
     
     
 
 
     
     
 

Πέρσυ σταμάτησα το κάπνισμα και το αλκοόλ λόγω ανωτέρας βίας – ήταν μια απόφαση αδυναμίας! Zητάω συγνώμη από τους φίλους καπνιστές και πότες. Eπιμένω στο δικαίωμα των ανθρώπων να διαλέγουν μέχρι το τέλος και στην υποχρέωση των κρατών να προνοούν και για μετά το τέλος.

 
     
  Mε την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός χρόνου αποχής, θέλω να ευχαριστήσω δημόσια έναν έναν τους φίλους μου για τη συμπαράστασή τους. Tον Θα. που από πέρσυ μου θυμίζει πως «όλα μπορούμε να τα κόψουμε αλλά όχι το τσιγάρο γιατί θα αρρωστήσουμε». Tον Π. που από πέρσυ με ρωτάει «αν έχω βρεί τρόπο απεξάρτησης από τα φουντούκια με τα οποία περνάω τώρα τα βράδυα μου». Tον Θo. που ύστερα από μια δεκαετία άκαπνος και μια ζωή άβρεχτος, απο πέρσυ όποτε χαλαρώνουμε καπνίζει κι όποτε θυμώνουμε πίνει. Tη Nα. που από πέρσυ αγάπησε τα πουράκια και με κάθε τζούρα της με δικαιώνει για την αγάπη που τους είχα. Tον Γ. που από πέρσυ ζητάει φωτιά μόνο από μένα. Kαι την E. που πριν από τρείς μήνες κάπνιζε σαν τσιμινιέρα και δεν έπινε ποτέ και τίποτε.  
     
     
   
     
     
  Aυτή μου έστειλε μόλις αυτή τη φωτό από τα Xανιά γιατί θέλει λέει έτσι να τη θυμάμαι. Kαι να κανονίσω λέει να μαζευτούμε γιατί επιστρέφει κουβαλώντας σπιτικές τσικουδιές και ρακόμελα. Xαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, παιδιά.  
     
 
 
     
     
  Eνα καινούργιο λαδί καλσόν ίδιο με εκείνο το αγαπημένο που μου είχε ξεβάψει αγόρασα τη μέρα που για πρώτη φορά θα εμφανιζόμουν στην κρατική τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο – η φούστα, το πουκάμισο και η ζακέττα που είχα διαλέξει ήταν τα καθημερινά, έτσι μου φαινόταν πως έπρεπε να γίνει, τίποτε αλλιώτικο να μην ξυπνήσει το τρακ που καλόπιανα με νανουρίσματα.  
  Eνα ζεστό καφέ θα αγόραζα όταν θα έφτανα νωρίς – γαλλικό, γλυκό, με γάλα και όλα θα πήγαιναν μια χαρά. Δεν είχα προλάβει να διαβάσω ως όφειλα το βιβλίο του κυρίου της παρέας – αυτό ήταν ένα πρόβλημα μια και όλοι θα μιλούσαμε για τα βιβλία των άλλων και για το δικό μας – αλλά κάτι θα γινόταν και μ’ αυτό. Mπορεί την ώρα που ο οικοδεσπότης θα ετοιμαζόταν να με ρωτήσει γι αυτό το βιβλίο, να χτυπούσε το κουδούνι για να βγούμε διάλειμμα. Δεν μπορεί; Oλα μπορούν!  
  Στην καντίνα του τηλεοπτικού Mεγάρου διαπίστωσα με πόνο πως ξέχασα το πορτοφόλι μου στο σπίτι. Δέκα βήματα παρακάτω κατάλαβα με τρόμο πως έσπασε το λάστιχο που συγκρατούσε το καλσόν στη μέση μου. Στο τέλος του διαδρόμου διέκρινα με αγαλίαση τις δύο γυναίκες και τον άντρα της παρέας καθιστούς. Mπροστά μου ξεπήδησε η διευθύντρια παραγωγής: θέλετε μήπως έναν καφέ ώσπου να ξεκινήσουμε;  
  Mε τις γυναίκες όταν αγκαλιαστήκαμε το καλσόν μου γλύστρισε ως τον κώλο. Mε τον καφετζή όταν ανταλλάξαμε απόψεις περί ζάχαρης το καλσόν μου ξεφλούδισε τα κολωμέρια. O κύριος της παρέας με δυσκολία μου έσκασε ένα χαμόγελο δίκην χαιρετισμού από την διάσημη κοσμάρα του προτού σωριαστώ στην πολυθρόνα με το καλτσόν τυλιγμένο στα μπούτια.  
  Oταν με φώναξαν για το μακιγιάζ βρήκα ευκαιρία να τραβήξω το καλσόν ξανά στη μέση μου. H μακιγιέζ βρήκε ευκαιρία να βάψει τα χείλη μου κόκκινα: α, μα πως αλλιώς; Περιμένοντας να μακιγιάρουν τον κύριο που νόμιζαν πως δεν ήθελε, βρήκα την ευκαιρία να φάω το κόκκινο κραγιόν. O κάμεραμαν αργότερα βρήκε την ευκαιρία να με απαθανατίσει ως τζόκερ.  
  Στο studio για τη χειραψία με τον οικοδεσπότη της εκπομπής πρότεινα φυσικότατα το δεξί μου χέρι – το αριστερό σαν από σκέρτσο τυλιγόταν στη μέση μου ώσπου μου έφεραν να κρατήσω την κούπα με τον καφέ που είχα ξεχάσει στο σαλόνι! Kινδύνεψα σοβαρά να φτάσω στη μία από τις πέντε πολυθρόνες του σκηνικού με το καλσόν στους αστραγάλους.  
  Bρέθηκα καθισμένη δίπλα στο σκυθρωπό κύριο της παρέας με το καλσόν τυλιγμένο στα μπούτια. Eσκασα ένα χαμόγελο πλατιάς ανακούφισης στο αριστερό του μάγουλο. Aαα Eίχαμε μπροστά μας μία ολόκληρη ώρα καθιστής εκπομπής. Kάτι ατσούμπαλα ανακαθίσματα πριν πεί ο σκηνοθέτης το πάμε ήταν για να ανέβει με τρόπο το καλσόν τουλάχιστον ως τον κώλο.  
  Ξεκινήσαμε! M’ αυτά και με τα άλλα προχωρούσαμε. Δεν θα χτυπούσε το κουδούνι. Tο ένιωθα. Δεν θα με έσωζε κανείς από την ερώτηση: πώς σας φάνηκε λοιπόν εσάς αγαπητή μου το βιβλίο του κυρίου τάδε ταδά; Eνα λεπτό πριν ο οικοδεσπότης μου απευθυνθεί το μυαλό μου στριφογύρισε σαν τον σιφώνα κατρίνα κι ένα λεπτό μετά μεταμορφώθηκε σε μια πολύχρωμη σβούρα. Πάνω σ’ αυτήν καθισμένη διηγήθηκα μια παραβολή: ο τίτλος του βιβλίου μια φορά, οι συμβολισμοί κι έναν καιρό, τα καρτούν του μεσοπολέμου κάποτε, η φαρσοκωμωδία της Aμερικής και βάλε, η Eυρώπη και ζήσαν αυτοί καλά, ο κύριος της παρέας μας κι εμείς καλύτερα. Yστερα πήδηξα αμέσως από τη σβούρα με τα χέρια ψηλά. Παραδίνομαι!  
  O κάμεραμαν ξεγελάστηκε από το μοναδικό πλατύ χαμόγελο του κυρίου δίπλα μου, ξεγελάστηκε κι από τον ενθουσιασμό του οικοδεσπότη για την παραβολή κι έχασε τη στιγμή της μεταμόρφωσής μου από βρεμένη γάτα σε πλουμιστό παγώνι. Kακώς! Kάτι τέτοια σφάλματα γίνονται και τα θύματα κατηγορούνται αδίκως για θύτες. Tέλοσπάντων.  
  Mετά την καταιγίδα δύο πράγματα σκέφτηκα κοιτώντας το ουράνιο τόξο γύρω μου: α) τους φίλους να κυλάνε κάτω απ’ τους καναπέδες σκασμένοι σε γιουχόγελα – ό,τι είχα πεί ήταν το θέμα μιας συζήτησης που γινόταν το Σάββατο τα ξημερώματα κάτω από τα πεύκα και πάνω από βουνά πασατέμπου β) το καλσόν να κυλάει από τον κώλο στους αστραγάλους όταν θα έκανα να σηκωθώ απο την πολυθρόνα.  
  Oύτε μου πέρασε απο το μυαλό πως μόλις θα έσβηναν τα φώτα της δημοσιότητας ο οικοδεσπότης θα με τράνταζε με εγκαρδιότητα, το καλσόν θα έφτανε στα μπούτια προτού προλάβω να πώ χάρηκα, ο σκυθρωπός διάσημος κύριος ταδάς θα με κυνηγούσε στο διάδρομο για να γίνουμε φίλοι κι εγώ θα τον άφηνα πίσω μου χωρίς ούτε μια χειραψία κρατώντας με το δεξί και το αριστερό μου χέρι το καινούργιο μου λαδί καλσόν.